Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Όταν Η Επιστήμη Σηκώνει Τα Χέρια Ψηλά, Η Λογοτεχνία Τα Βάζει Στις Τσέπες

Και περπατά, Φίλοι και Συγγενείς, έτσι όπως δεν περπάτησε ποτέ κανείς. Αναστάσιμα, τις περισσότερες και τις πιο καλές φορές –έχω σκορπίσει τις ευχές σε διάφορα σημεία του κειμένου, δεν χρειάζεται να τις επισημάνω. Επιστρέφω στον περίπατο. Προς και από το Κρανίο –ξανά και ξανά, χωρίς τέλος, γεμάτη εν-τέλειες. Προφυλαγμένη και διαρκώς έκθετη και εκτεθειμένη, η λογοτεχνία, η γραφή της υποψίας, των ιχνών, μια περιπατητική ιχνηλασία όλο και πιο κοντά στην αυθεντική ζωή, ολοένα πλησιέστερα στο πραγματικό, στον πυρήνα και στην περιφέρεια, στο διασκορπισμένο κέντρο της ύπαρξης, στο ίδιο αλλά ποτέ όμοιο Πρόσωπο του ανθρώπου. Και του Θεού. Στην ανατιναγμένη ενότητα που επιστρέφει, ανασυνθέτει τον εαυτό της και φανερώνεται.
Με τα χέρια στις τσέπες και τον αυχένα αεικίνητο, σταθερό, όρθιο στερεωμένο στις λέξεις, όπως εμείς, όπως όλος ο κόσμος –χωρίς τον μεταφυσικό ορθολογισμό, χωρίς την αγωνία της αντικειμενοποίησης, χωρίς το εφηβικό άγχος της υποτιθέμενης γνώσης, χωρίς καμιά ενόχληση από τη σπηλιά ή τις σκιές, για την ακρίβεια: χορεύοντας με τις σκιές, περπατώντας με τις σκιές. Η ευκρίνεια των περιγραμμάτων. Το δειλινό. Που χρειάζεται τις σκιές. Η λογοτεχνία γράφεται σε ένα συνεχές δειλινό. Σε έναν διαμένοντα, καταργημένο Θάνατο. Ολοζώντανη, ενθαδική. Αποκαθιστώντας, ανακεφαλαιώνοντας, συμμαζεύοντας από παντού τα θραύσματα, όντας τα θραύσματα, μιλώντας και αρθρώνοντας τα θραύσματα.
Την υποψία της.
Που διευρύνεται στις πατημασιές, που ακολουθεί, που συνέχει, που γνέφει διαφεύγοντας. Η πάντα ήδη εδώ και πάντα διαφεύγουσα γραφή, το κάλεσμά της, το νεύμα της. Η χειρονομία του φωτός –αυτού που έρχεται και που είναι ήδη. Ο περίπατος μιας υποψίας και η βεβαιότητά της, η μόνη που χρειαζόμαστε, με τα χέρια στις τσέπες, ενίοτε σκυφτή και αργοκίνητη, σαν να σέρνεται και χωρίς ποτέ να σέρνεται, όρθια στηριγμένη, συγκρατημένη στην υπομονή, μέσα στον χρόνο, εσαεί ανεπίκαιρη, με τα ακροδάχτυλα που σκάβουν στον αέρα, ήσυχα, δίχως εξάρσεις, με αδιατάρακτους ώμους. Ο αληθινός ψίθυρος της γραφής. Η εκπλήρωση της γραφής. Η Ανάσταση. Και, επιτέλους, λίγο λιγότερα φώτα.
Και λίγο περισσότερο Φως.

Για δες: Ξαφνικά, Φίλοι και Συγγενείς, ακυρώθηκαν οι αριθμοί. Καλό μας περπάτημα. Ίσως και να βρεθούμε. Στον ενεστώτα μιας συνεχούς ολόπρωτης συνάντησης προσώπων –δεν υπάρχει άλλη συνάντηση, έτσι κι αλλιώς.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Αν Η Σιωπή Ήταν Χρυσός Θα Είχαμε Πεθάνει Όλοι Στην Ψάθα

1. Αλλά η σιωπή δεν είναι χρυσός –ούτε κάποιο άλλο ευγενές ή αγενές μέταλλο.
2. Η σιωπή δεν είναι ούτε αλαλία / αφασία / ασκεψία.
3. Η σιωπή δεν μπορεί να περιγραφεί με καμιά μεταφορά / αλληγορία / παρομοίωση.
4. Η σιωπή δεν είναι ποτέ εκκωφαντική, δεν υπαινίσσεται, δεν υπονοεί και, βέβαια, δεν απαντά. Δεν είναι «μια άλλη γλώσσα», δεν είναι καμιά εναλλακτική επιλογή έκφρασης ή / και απόφανσης.
5. Η σιωπή σωπαίνει συμπληρώνοντας την γλώσσα –ή τον λόγο ή την ομιλία ή όποια άλλη εννοιολογική προτίμηση έχει ο καθένας, εγώ προκρίνω την γλώσσα εξαιτίας της διπλότητας της σημασίας: λόγος και σάρκα, αίσθηση και όργανο κ.λπ.
6. Η σιωπή σωπαίνει εκ-καλύπτοντας την γλώσσα, εγγράφοντας τον εαυτό της στη γλώσσα ως ακέραιη, διανοιγμένη δυνατότητα, επιτρέποντας στο νόημα να εμφανιστεί και να από-κρυφτεί.
7. Η σιωπή είναι ο τόπος της παρουσίας, το θεμέλιο του οίκου του Είναι, το ελεύθερο κενό όπου αρθρώνεται η αποκάλυψη του ονόματος.

Η σιωπή είναι και πολλά άλλα πράγματα, Φίλοι και Συγγενείς, πλην: αποτελούν όλα προεκτάσεις, διασαφηνίσεις και εμπλουτισμούς του εβδόμου σημείου. Είναι περασμένες πέντε, η βροχή στην Αθήνα έχει σταματήσει εδώ και ώρα και αυτή είναι η τελευταία καταχώρηση πριν από την Ανάσταση –μια νοθευμένα χαϊντεγγεριανή καταχώρηση, όπως, εξάλλου, και αρκετά άλλα στοιχεία ή συστατικά ή περιεχόμενα του πέμπτου ορόφου.
Επειδή, λοιπόν, μέσα στις επόμενες μέρες ίσως καταφέρουμε να κρατηθούμε στην και να κρατήσουμε την σιωπηλή δύναμη του ενδεχομένου της Ανάστασης, της ανάδυσης του όντως Κάλλους, σας εύχομαι Καλό Πάσχα, Φίλοι και Συγγενείς και επικαλούμαι την αδιαφιλονίκητη ευλαλία μιας από τις αγαπημένες μου γυναίκες του 20ου αιώνα η οποία δεν ήταν, φυσικά, συγγραφέας, διανοούμενη ή φιλόσοφος αλλά κάτι πολύ πιο ευρύ, αυθεντικό και ζωτικό, κάτι πολύ πιο ζωντανό.
Μια φιλόκαλη, αγαπώσα γυναίκα που μας προσκαλεί χαμογελώντας και λέγοντας:
Ελάτε να σιωπήσουμε.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Προς Υπεράσπιση του Ευγενούς Είδους των Στρουθοκαμήλων: Τρεις Θεμελιώδεις Παρεξηγήσεις και η Αποκατάστασή τους

1. Ο στρουθοκάμηλος είναι, πιθανότατα, το πιο ευφυές πλάσμα στον κόσμο. Αλαζονικά, οι άνθρωποι έχουμε παρερμηνεύσει την παροιμιώδη στωικότητα και τη γαλήνη αυτού που όντως ξέρει –την έχουμε περάσει για ηλιθιότητα. Αυτό αποκαλύπτει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι άνθρωποι. Επίσης, το ότι μας έπεισαν για την ηλιθιότητά τους είναι επαρκές τεκμήριο για την ευφυΐα των στρουθοκαμήλων.
2. Ο στρουθοκάμηλος είναι, επιπλέον, ένα από τα πιο κομψά και χαριτωμένα πλάσματα του κόσμου. Οι γυναίκες μιμούνται το βάδισμά του, οι άντρες αντιγράφουν την επιθετική του ευθιξία αλλά, για έναν ιδιόμορφο λόγο, η εμφάνισή του θεωρείται αλλοπρόσαλλη, αποκρουστική, ενίοτε και γελοία. Μια ανάμεσα σε χιλιάδες αποδείξεις ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να ξεχωρίσουμε την αισθητική από την Ομορφιά.
3. Ο στρουθοκάμηλος, τέλος, εξαιτίας ενός επιστήμονα ο οποίος, προφανώς, διάβασε τη σκέψη αυτού του πλάσματος, κατηγορείται ότι αποσύρεται από τον κόσμο και χώνει το κεφάλι του στο χώμα επειδή φοβάται. Έτσι, η εσωστρεφής εκ-στάση, αυτή η έξοχη προϋπόθεση για κάθε αυθεντική σκέψη, βαφτίστηκε «στρουθοκαμηλισμός».

Αυτά τα λιγοστά σχόλια, Φίλοι και Συγγενείς, για την αποκατάσταση ενός κατασυκοφαντημένου και εμφανέστατα παρεξηγημένου πλάσματος. Είναι απόγευμα Παρασκευής, έπεται ο Ακάθιστος Ύμνος και η σκόνη έχει, επιτέλους, υποχωρήσει –στενοχωριέμαι, βέβαια, γιατί η σκόνη μου θύμισε την Κύπρο αλλά δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα σ’ αυτή τη ζωή, έτσι δεν είναι;
Λοιπόν, αυτή η προσωπική και λαμπρότατη σταυροφορία αποκατάστασης ενδέχεται να συνεχιστεί. Ένα πρόχειρο δείγμα για να σας ανοίξω την όρεξη: η Κασσάνδρα –προέκυψε από μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο μπαρ, βλέπε προηγούμενη καταχώρηση. Τείνει να παγιωθεί στις συνειδήσεις μας ότι όλοι αυτοί που αποκαλούνται «κασσάνδρες» είναι οι απαισιόδοξοι που κάνουν λανθασμένες –και αρνητικές- προβλέψεις.
Φίλοι και Συγγενείς, το σύνθημα είναι: μην πυροβολείτε την Κασσάνδρα! Μια χαρά τα έλεγε η γυναίκα. Απλώς, οι υπόλοιποι δεν την πίστευαν. Και είδαμε τι έπαθαν.
Αυτά. Σας ασπάζομαι –όχι ο Φαίδων, εγώ- εκ του ευάερου και ευήλιου, σήμερα, πέμπτου ορόφου.