Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Λογοτεχνία Σημαίνει Να Πλένεις Τα Πιάτα

Φυσικά, Φίλοι και Συγγενείς, φυσικά και σημαίνει ακριβώς αυτό! Και πολλά άλλα.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς για τις χαραμισμένες δυνατότητες, για την απουσία που καλλιέργησες, για την έρημο που πολλαπλασίασες, για το κακόγουστο είδωλο που υποκατέστησε το πρόσωπό σου, για την ασφάλεια της αλαζονικής κακομοιριάς που προκρίθηκε αντί για το δόσιμο στην πιο ριψοκίνδυνη ελευθερία να υπάρχεις αληθινά, να υπάρχεις σε αληθινή κοινωνία με τον άλλο.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς έτσι δημιουργικά, να πάσχεις κάθε μέρα το πένθος για όλο αυτό τον θάνατο του κόσμου, για την εγκατάλειψη και τον χωρισμό, τις αλλεπάλληλες ήττες, για την Ιστορία της ανθρωπότητας, για τη φτήνια και το ψεύτισμα της αγάπης, για την βαρετή, άνοστη τσόντα που βαφτίσαμε έρωτα, γι’ αυτή την τέλεια ανισορροπία όπου βυθιστήκαμε επειδή φοβηθήκαμε τη σχοινοβασία στην άβυσσο δίχως κανένα ψεύτικο δίχτυ ασφάλειας.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς για όλο αυτό τον φόβο που νομίσαμε ότι ξορκίζεται στην έχθρα και τη σύγκρουση, για όλο αυτό τον φόβο που μας έσπρωξε στο απόρθητο κάστρο του εγώ και των πολλών, στην ηθικολογία, την αξιολόγηση, την αισθητική και την ιδεολογία, για όλες αυτές τις εξωφρενικές ανοησίες που συσσωρεύτηκαν βουνό πάνω από τα κεφάλια μας και δεν μας αφήνουν να δούμε λίγο φως –κανένα φως.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς με πλήρη, αδίσταχτη επίγνωση για την προσωπική σου απουσία από αυτό εδώ το ζωντανό παρόν. Να πενθείς για τον θάνατό σου. Να πενθείς για την ατομική και συλλογική ιδιωτεία σου.
Κι έτσι πένθιμα, η λογοτεχνία σε μαθαίνει να σκάβεις μέσα σε όλα τα χαλάσματα των εποχών σου, όλων των εποχών του ανθρώπου. Λογοτεχνία σημαίνει πένθιμα να σκάβεις στα ερείπια αναζητώντας λίγη πραγματικότητα.
Γράφω σημαίνει σκάβω, σημαίνει γίνομαι τυφλοπόντικας και έχω τα μάτια στις σπασμένες πατούσες, στις άκρες των δαχτύλων και ψηλαφίζω κάθε μέρα τα ονόματα, τα ονόματα των ανθρώπων, αυτό που είμαστε και αυτό που ακόμα δεν έχουμε γίνει. Γράφω σημαίνει βαφτίζομαι ξανά μέσα στο θάνατο, μέσα στην καρδιά του θανάτου, σκύβω πλάι στα στόματα των νεκρών και γράφω με την ανάσα τους, ζωοποιούμαι εξαρχής με την ανάσα τους, μεταμορφώνομαι και αναποδογυρίζομαι, αυτό-ανατρέπομαι. Γράφω σημαίνει βαδίζω ανάποδα, με το κεφάλι κάτω, με το κεφάλι στην πρώτη ύλη, στη γη και το χώμα και το αίμα του κόσμου, περπατώ αντεστραμμένος και έχω τον ουρανό μιαν άβυσσο κάτω από τα πόδια μου, άλμα θανάτου και άλμα πίστης, ίδιο και ανόμοιο, περπατησιά με το κεφάλι κάτω, έτσι γράφεται η λογοτεχνία, έτσι μόνο μπορεί να πενθεί.
Έτσι γίνεται το πένθος επίκληση, αδίσταχτη, ψιθυριστή, παράφορα επίμονη και υπομονετική, αδιάλειπτη, μια πένθιμη επίκληση νόστου, επίκληση επιστροφής, επίκληση του Λόγου να γίνει σάρκα, να γίνει πάλι σάρκα, αυτό που έγινε μια και μοναδική φορά –προχθές, ναι- θα γίνει πάλι, θα γίνεται πάντα όσο το επικαλείται η λογοτεχνία και η λογοτεχνία αυτό ακριβώς έχει να κάνει και τίποτα άλλο, αυτό είναι το έργο της, αυτός είναι ο αληθινός της εαυτός –η πένθιμη επίκληση του Λόγου να ενσαρκωθεί στον άνθρωπο και να τον κάνει αυτό που είναι, άνθρωπος-λόγος, άνθρωπος-λόγος αγάπης.
Η λογοτεχνία δεν περιγράφει, δεν αναλύει, δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν αναπαριστά, δεν παρουσιάζει, δεν αναφέρει, δεν νοιάζεται για τις σκέψεις και τις ιδέες, δεν νοιάζεται γι’ αυτό που σκέφτονται οι άλλοι γιατί νοιάζεται για τους άλλους. Δεν διδάσκει, δεν νουθετεί, δεν ηθικολογεί, δεν εκφράζει συναισθήματα, δεν αισθηματολογεί, δεν αερολογεί και δεν κομπορρημονεί.
Η λογοτεχνία μιλά σωστάλαλεί ορθώς. Δεν είναι ορθολογική ή παράλογη. Αλλά μιλά. Μιλά τον ορθό Λόγο. Μιλά τον ζωντανό Λόγο, τη ζωντανή γραφή. Μιλά, αρθρώνει τον λόγο του πνεύματος, της σάρκας και της καρδιάς. Τον λόγο της ζωής.
Την Αγάπη.
Η λογοτεχνία συγγραφεί μετ’ έρωτος το πρόσωπο του ανθρώπου και εκεί επιστρέφουμε, μέσα στη λέξη του νόστου, στη λέξη όπου παίζεται η μοίρα του ανθρώπου, εκεί κατοικούμε, εκεί συναντιόμαστε με τον εαυτό μας και με τον άλλο. Η λογοτεχνία είναι συνάντηση προσώπων, επιστροφή, ο τρόπος να βρούμε ξανά τα χαμένα αγαπημένα μας πρόσωπα, να φτάσουμε εγκαίρως στη γιορτή και επειδή υπάρχει η λογοτεχνία πάντα, πάντα είναι εγκαίρως σε αυτό τον κόσμο για να ζήσουμε αληθινά μαζί, σε αληθινή κοινωνία, για να φάμε και να πιούμε αυτό τον χειροπιαστό Λόγο, αυτές τις λέξεις που είναι σώμα και αίμα και που τις φέρνει η λογοτεχνία, τις επικαλείται, μας συνεπαίρνει και μας συνεφέρνει μέσα σε αυτές να κοινωνήσουμε, να κοινωνήσουμε ο ένας στο μέγα μυστήριο του άλλου, του απώτατου και του εγγύτατου άλλου, του τελείως ίδιου και ανόμοιου –πάντα είναι εγκαίρως για όσο θα γράφεται λογοτεχνία, για όσο θα υπάρχει η αφήγηση.
Είμαστε λογοτεχνία.
Είμαστε άνθρωποι-λόγοι. Όχι ακόμα. Αλλά πάντα ήδη. Θα ζήσουμε, Φίλοι και Συγγενείς. Το υπόσχομαι ότι θα ζήσουμε περπατώντας ανάποδα –από το θάνατο στη ζωή. Κάθε μέρα.
Αυτή είναι η αστραπή και το θάμβος μας, η μυστική βροντή που ξανανάβει τις στάχτες, η πένθιμη επίκληση της λογοτεχνίας να έρθει και να ζήσει εντός μας ο Λόγος, να δούμε, επιτέλους, ο ένας τον άλλο έτσι όπως όντως είμαστε.
Και τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά που σημαίνει η λογοτεχνία;
Για παράδειγμα: να πλένεις τα πιάτα. Χμ. Κι όμως.
Φυσικά και σημαίνει να πλένεις τα πιάτα! Γελάτε, Φίλοι και Συγγενείς; Ακριβώς –η λογοτεχνία πενθεί για να μπορούμε εμείς ακόμα να γελάμε, για να μπορούμε ακόμα να χαιρόμαστε. Δεν μοιράζεται η λύπη της, δεν διαφημίζεται, δεν διαιρείται. Η χαρά –αυτή κοινωνείται. Αυτή είναι η κοινωνία.
Λογοτεχνία σημαίνει ζωή στο πολλαπλάσιο (Κέρτες)
Αλλά δεν χρειάζονται μαθηματικές πράξεις. Δεν χρειάζεται κανένας πολλαπλασιασμός.
Λογοτεχνία σημαίνει ζωή στο ακέραιο.
Λογοτεχνία σημαίνει να πλένεις τα πιάτα επειδή νοιάζεσαι, επειδή δεν θέλεις να αφήσεις τον άλλο -κατά προτίμηση τη γυναίκα της ζωής σου αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση- να το κάνει. Τόσο απλά –για ποιο μυστήριο νόμισες ότι μιλούσα; Μην σκέφτεται ανοιγμένους ουρανούς, επιφοιτήσεις, σημεία και τέρατα. Η λογοτεχνία δεν ασχολείται με ταχυδακτυλουργικά τρικ.
Σκέψου το Θαύμα.
Το μέγα θαύμα αυτού του καθημερινού νοικοκυριού, ας πούμε. Αυτό το νοιάξιμο –τι λέξη!- είναι η λογοτεχνία. Δεν μας μαθαίνει τρόπους συμπεριφοράς, δεν είναι τσελεμεντές για επιτυχημένη ζωή, ευτυχία, κόκκινες καρδούλες και κορδέλες και τα παρόμοια.
Λογοτεχνία είναι τρόπος να υπάρχεις, τρόπος να είσαι στο καθ’ ημέρα βίωμά σου. Να είσαι όλος -νους, καρδιά, σώμα- σε ό,τι κάνεις (παραφράζοντας Pessoa).
Η καρδιά της δεν είναι κόκκινη και χάρτινη και δεν κρύβει σοκολάτες, είναι σάρκινη και αιμάτινη και καίγεται, αναφλέγεται διαρκώς και μαγνητίζει σώμα και πνεύμα και ολοκληρώνει τον άνθρωπο, τον φέρνει όλο στην καρδιά, στην έδρα του είναι του και εκεί, εκεί ακριβώς γράφεται η Λέξη, εκεί γράφεται η λογοτεχνία του νόστου, της πιο μεγάλη επιστροφής, από εκεί εκφέρεται, με το στόμα της καρδιάς, το μέγα σύνθημα που καταστρέφει τα τείχη –
Schibboleth! (Celan)
Και βέβαια, Φίλοι και Συγγενείς, η λογοτεχνία δεν είναι εκφορά λόγου, δεν προφέρονται οι λέξεις της, δεν εκφωνούνται.
Η λογοτεχνία είναι ο Λόγος που προσφέρεται για να κοινωνηθεί, για να χορτάσει την άπειρη πείνα του ανθρώπου για Ζωή, η λογοτεχνία προσφέρεται για να ζήσει ο κόσμος. Η λογοτεχνία λογοδοτεί μέσα στη σιωπηλότητα της πένθιμης επίκλησής της και μας αφήνει να υπάρχουμε, μας ελευθερώνει να υπάρχουμε επιστρέφοντας ο ένας στον άλλο.
Η λογοτεχνία είναι προσευχή για όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Ο Λόγος έγινε σάρκα.
Στο υπόσχομαι ότι θα ζήσουμε.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Νόστιμα Έργα

Έτσι επιστρέφουμε, Φίλοι και Συγγενείς. Έτσι ίσως μπορούμε μόνο να επιστρέφουμε συνέχεια.
Ως έργα.
Και όχι ως εργάτες –
Χειμέριοι και ασπρόμαυροι, ερμητικοί, εγκαταλειμμένοι στην απουσία αυτής της στολισμένης με λαμπιόνια ερημιάς. Αποκλεισμένοι, απορριμμένοι εθελοντές στην παρατεταμένη εξορία ενός ανόητου κάποτε, δοσμένοι φανατικά στην υπηρεσία μιας απουσίας αδιάκοπης, ασυνεχούς. Κατακερματισμένοι όπως τα κουρελιασμένα προσωπεία της παραμόρφωσης, άμορφα όπως θροΐζουν τα δερμάτινα φύλλα στα κρανία μας –η φρίκη του άσαρκου, το ερωτικό αλυσιτελές του άσαρκου υπέρ-κόσμου μας, του φασματικού σύμπαντός μας. Ανέγγιχτοι από τη ζωή, αμέθυστα πέτρινοι δίχως αξία άλλη από της συναλλαγής και της μεταπρατικής ευστροφίας μας, αποίητοι, θωρακισμένοι και στείροι.
Ανεπίδοτοι, αφηρημένοι οργασμοί. Στρατιές από τέρατα τέκνα. Ένα τεράστιο μαγεμένο μηδέν που μας έπεισε ότι είναι το σπίτι και η πατρίδα, ο νόστος μας, ο τόπος που μπορεί να κατοικηθεί πάντα μόνο από έναν, χωρίς τον άλλο, χωρίς κανένα πρόσωπο, χωρίς εσένα. Αποκριάτικη φάρσα.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους καρνάβαλους. Μπλεγμένους φιτίλια, τιναγμένους στα σύννεφα, κάτι αέρινα κομφετί από πολύχρωμο καπνό, κάτι αστραπές που δεν διαπραγματεύονται τον εαυτό τους, δεν τον διαχειρίζονται, δεν τον επινοούν –μα τον προσφέρουν άνευ όρων. Τον δίνουν. Τον σαρκώνουν στο φως και στο λόγο τους, η ουρά ενός παγκόσμιου χαρταετού φτιαγμένη από τσαλακωμένες λέξεις, κεντημένο με γράμματα ένα αράχνινο διάστημα να χορέψεις με οχτώ ανείδωτα πόδια, να ζαλιστείς και να ησυχάσεις με μάτια κλειστά που μαθαίνουν να βλέπουν. Η ιπτάμενη βόλτα ενός έργου που συντίθεται συνέχεια, κάθε μέρα, μια μεθυσμένη αστραπή, ερωτευμένη και ντυμένη με ανθρώπινη σάρκα, μαρτυρία γυμνή στην άκρη του όρους, σε μια σπηλιά, στις οπές της γης, η συνουσία του φωτός και της λάσπης, ο οργασμός της πνοής και του χώματος.
Η δημιουργία. Η παρουσία. Η επιστροφή στο παρόν. Η επιστροφή στην ύπαρξή μας.
Επιστροφή πάντα μόνο σε εσένα.
Ο γνήσιος νόστος μας, η απομάγευση του μηδενός. Τσακισμένα τα τέρατα, προσωπεία-κουκούλια που απ’ το φλοιό τους βλασταίνουν τα πρόσωπα, ανοιξιάτικοι και ανοιγμένοι, όλοι εμείς, περιπατητικοί μιμητές των καρνάβαλων που τινάζονται και τινάζονται, ψιθυριστές της σιωπής που καταργεί τη Βαβέλ, κομιστές της γραπτής μας σιωπής που δικαιώνει τα χείλη να φιλούν, τα μάτια να υποδέχονται, τα πρόσωπα να φιλοξενούν, τα σώματα να συναντούν και να εκρήγνυνται ήχοι και χρώματα. Νόστιμοι όλοι σε μια ημέρα που δεν τελειώνει ποτέ. Η Πεντηκοστή που επιστρέφει με πόδια λιγωμένης αράχνης, φλόγες πάνω από τα κρανία μας και μέσα σ’ αυτά, οι γλώσσες της αστραπής, η αποκατεστημένη ομιλία, επιτέλους η γλώσσα που λύθηκε, ο λυγμός της ένα αιθέριο τελικό τραύλισμα και μετά όλα τα παλιά τραγούδια τραγουδισμένα από την αρχή, τραγουδισμένα από την καρδιά.
Στην καρδιά. Στην πατρίδα, στο σπίτι μας. Σ’ εκείνη τη γιορτή που λέγαμε, που δεν άρχισε και που δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή.
Έργα των έργων των καρνάβαλων, έργα των έργων μας, έργα του Λόγου. Έτσι επιστρέφουμε, σιωπηλοί, σκυμμένοι στις λέξεις, αφημένοι εκεί, παραδομένοι, δοσμένοι στα έργα που μας δημιουργούν και μας γεννούν και που μας γίνονται –χειρονομία λυτρωτική, μεταμορφωτική της εξορίας που γίνεται οίκος και βασιλεία εντός μας, μεταμορφωτική του μηδενός που ακυρώνεται, της απουσίας που καταργείται, τελειώνει, εξανεμίζεται καθώς έρχεσαι. Ελεύθερα έργα, ριγμένα στο χώμα και στο διάστημα, αστροναύτες περιπατητές στο γαλαξία του άλλου προσώπου, επισκέπτες στο συμπάν του άλλου –
Στο σύμπαν σου, στο σύμπαν που είσαι, στο σύμπαν που σε είναι.
Έτσι μόνο ίσως επιστρέφουμε. Έτσι μόνο γεννιόμαστε. Η γέννησή μας –καμιά προϋπόθεση για κανέναν θάνατο, Φίλοι και Συγγενείς.
Η γέννα: προϋπόθεση μόνο της Ανάστασης. Προϋπόθεση της Αγάπης. Λυτρωτικά παράδοξη, η γέννα: έργο της Αγάπης.
Να γεννήσουμε τους γονείς μας, να γεννήσουμε τον Θεό. Για να γεννηθούμε. Για να γίνουμε.
Για να γινόμαστε.
Έργα πάντα των έργων μας. Έργα νόστιμα.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Μια Παρτίδα Ακόμα

Λοιπόν, Φίλοι και Συγγενείς –λοιπόν, καλησπέρα. Ακολουθεί μια παραλλαγή στις πολλές ποιητικές παραλλαγές του ίδιου θέματος από έναν μεγάλο Αμερικάνο ποιητή. Μια παραλλαγή φερμένη στα δικά μου μέτρα. Λοιπόν, ναι, κάτι τέτοιο. Αποσπασματικό, βεβαίως. Ελλιπές, βεβαίως. Που πάει κάπως έτσι:
Ο Ξενόπουλος να ανάβει τσιγάρο με σπίρτο από το χέρι του πατέρα του κι ένα μπαστούνι γερμένο στο γραφείο –ποιανού; Ενδεχομένως του Βλάχου, αδημονία κριτικής και αγωνία συγγραφικής επικύρωσης, διαγωνισμοί, παιδική αφέλεια, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Ο Καζαντζάκης: εισαγωγές-εξαγωγές ιδεών, ξαπλωμένος στην Αίγινα μασώντας βότσαλα, αδυνατώντας να υπερβεί το δίλημμα του εαυτού του –η εφηβεία του κόσμου μας.
Ο Καρυωτάκης βρεγμένος, γερμένος στον κορμό και μέσα από ρεβόλβερ η υπογραφή του πιο ωραίου και φρικτού ποιήματός του –να μην τον ξεχνάμε γιατί οι ευκάλυπτοι δεν έχουν σταματήσει από τότε να θροΐζουν στις αλέες, γιατί αυτό που ήθελε –
ήταν τόσο τέλειο που μόνο ο θάνατος μπορούσε να του το δώσει (Τσαρούχης)
Ο Σεφέρης να λύνει τη διπλωματική γραβάτα γεμίζοντας μάταια πουκάμισα με το πιο ακριβό του τραγούδι, ναυάγια και χαραγμένα καταστρώματα, ανεπίδοτα σε έναν ημερολογιακό καταποντισμό –τον υποψιαστήκαμε; Ίσως, ίσως.
Ο Κούντερα εξόριστος από κακό αστείο, εξορισμένος και μετανάστης στη γλώσσα, μια ερωτική πολιτεία δοκιμίων και δοκιμών σε ανεξιχνίαστα σώματα που η ζωή τους δεν ήταν πουθενά.
Ο Μπουκόβσκι να ουρλιάζει στο μπαλκόνι, ακροδάχτυλα που τρεκλίζουν στη γραφομηχανή –κάθε φορά που λυγίζουν τα καπάκια της μπίρας η δυτική ακτή φτύνει αστέρια στο διάστημα. Hangover. Αλλά hang on. Το άλογο θα τερματίσει.
Ο Τσάντλερ να κρατά αγκαλιά τα γόνατά του, στα πλακάκια του μπάνιου ένα ρεβόλβερ και τρύπες από σφαίρες στους τοίχους, εδουρδιανός αποτυχημένος αυτόχειρας, εδουρδιανός ντετέκτιβ –οι ατάκες σιγανό νανούρισμα στην απουσία της νεκρής.
Ο Τζόις να βάζει στοιχήματα –μαντέψτε το όνομα, κανείς δεν μπορεί- και η αγρύπνια θα κρατήσει για πάντα μέσα σε όλες τις γλώσσες και μέσα στη μη-γλώσσα, στη σιωπηλότητα της κατάφασης. Γυναικείο χάδι, η απτική μετάφραση της πιο νόστιμης μέρας. Ξημερώνει.
Ο Μπέκετ κουλουριασμένος στο πιθάρι, ακατονόμαστος και πολυώνυμος, ένας Οδυσσέας με αναποδογυρισμένα εντόσθια, γραφή της γραφής και μόνο συνέχεια –ευτυχώς που την γλίτωσε από εκείνο το μαχαίρι.
Ο Ντοστογιέφσκι να αναγεννιέται βαφτισμένος συγγραφέας στον θάνατο, από τον Θάνατο στη Ζωή, η ρουλέτα ήταν μόνο ρώσικη, μαύρο ή κόκκινο, είτε / είτε αλλά ούτε / ούτε, τα ρέστα κερδισμένα, υπαγορευμένα στην πανσέληνο.
Ο Μπαλζάκ με το τρίχινο ράσο και το καραβόσκοινο να παχαίνει στους τόμους του, μια γαμήλια υπόσχεση, μια τελετή και μετά να πεθαίνει για να γίνει άγαλμα –θα φτάσω σκοτωμένος. Έφτασε. Η κωμωδία μας.
Ο Λεσάζ και καμιά δεκαριά ακόμα υπέροχοι πανάρχαιοι πίκαροι –περπατώ σημαίνει λέω ιστορίες. Ο περίπατος είναι αφήγηση.
Ο Σαρτρ με τις άκρες των δαχτύλων μαυρισμένες από μελάνι και τρύπιες, στάζουν κοκαΐνη και μέχρι να το καλοσκεφτείς είναι όλος θαμμένος κάτω από έναν βλαμμένο κάστορα.
Ο Μαρκήσιος ασελγώντας στο κρανίο του, το μαστίγιο ματώνει τον δερμάτινο χιτώνα του ψέματος. Άλλη μια προσπάθεια, άνθρωποι, για να γίνετε ερωτικοί.
Ο Βαν Γκογκ τρωγλοδύτης με τους ανθρακωρύχους, μίμηση Χριστού και αργή βύθιση σε ένα μεθυσμένο ηλιοτρόπιο –περιμένω το αυτί σου για να ακούσω στ’ αλήθεια. Για ν’ ακούσω την αλήθεια.
Ο Σαίξπηρ, ένας μόνο και, μάλιστα, άντρας –φαντάσου- να χαϊδεύει το Κρανίο του σύμπαντος χωρίς την παραμικρή αμφιβολία για τη μελαγχολία της εξόριστης βασιλείας του.
Ο Μπαχ να γκαστρώνει δυο γυναίκες κι ένα κλειδοκύμβαλο, η μανία του Λούθηρου δικαιώνεται στο κονσέρτο.
Ο Μότσαρτ μεθυσμένος και μικρός, σαχλά αστεία, τρόμος και παραλήρημα, θεία αφέλεια και γιορτή –η ιδιοσυστασία της ευφρόσυνης μελωδίας του. Ρέκβιεμ.
Ο Μαν αμήχανος κοιτώντας την πατρίδα του από κάπου πολύ μακριά, η γη τον φτάνει χοροπηδώντας χαρούμενα –μαγγανεία του έπους.
Ο Μπελ να τοποθετεί δυναμίτες και στις εννιά και μισή η ανατίναξη σημαίνει λύτρωση, πατροκτονία και συμφιλίωση. Μπιλιάρδο ξανά και ξανά. Όλες οι μπάλες ήταν μαύρες.
Ο Γκρας να κονταίνει για να παίζει το ταμπούρλο και το κρεμμύδι χορεύει στριπτίζ –φαρισαϊκά δάκρυα σε όλη τη Δύση, κάποιοι του είπαν να επιστρέψει το βραβείο. Και λοιπόν;
Ο Νίτσε καθισμένος στην ακτή κλείνει τα μάτια και υποψιάζεται τον Ζαρατούστρα του. Όταν ανοίγει τα μάτια είναι ήδη τρελός. Και ποιητής.
Ο Κίργκεγκωρ να περιφέρεται κατασκοπικά στην πολιτεία, να κοιτάζει εκείνη και να την αποχαιρετά μυστικά –η Ρεγγίνα γεννά τη φιλοσοφία, η Ρεγγίνα είναι η φιλοσοφία. Αρραβώνας με την αγωνία. Και χορός έως τέλους. Με την αγωνία.
Ο Ζιράρ ως αστραπή να κοιτάζει τον διάολο και να τον ξεμπροστιάζει στους οπαδούς της διαπόμπευσης. Η πτώση των τράγων. Το άλμα του αρνιού. Το χαμένο στοίχημα που κερδίζεται κάθε μέρα.
Ο Σοπενάουερ ενοχλημένος από τον εξεγερμένο όχλο να δανείζει τα κιάλια στον λοχαγό του πυροβολικού –σκοτώστε τους όλους. Ο φιλόσοφος του οίκτου. Κληρονομιά στα σκυλιά. Και το πιο λυπημένο γέλιο της Ευρώπης.
Ο Κέρτες μεταφράζοντας τον εαυτό του εξαερωμένο στην κόλαση να ψάλλει το καντίς για μιαν ανεπίτευκτη επιστροφή στους ζωντανούς –οι Εβραίοι είναι η ερμηνεία των ανθρώπων. Μέγα σκάνδαλο.
Ο Χάιντεγκερ στην καλύβα που πλαταίνει και γίνεται ξέφωτο, με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη καρφώνει οδοδείκτες από το μηδέν ως το Είναι –μυστικός βασιλιάς. Μυστικός –σκέτο. Σε μαθαίνει να ζεις. Σε μαθαίνει να είσαι αυθεντικός. Διαβάζοντας Χαίλντερλιν: Pallaksh!
Ο Τσέλαν να βαδίζει στο Σηκουάνα ανάποδα, η Σουλαμίτις τον τυλίγει στα μαλλιά της και αυτός ο τάφος σκάβεται ακόμα στα σύννεφα. Φούγκα και περιπλανώμενη μνήμη. Στον τάφο του Ανθρώπου ένα ρόδο του κανενός.
Ο Κάφκα δεμένος σε μιαν φρικτή μηχανή σωφρονισμού, λιωμένη κατσαρίδα στη γωνιά του πλανήτη, ψιθυρισμοί στον Θεό –τι άλλο είμαι εγώ παρά λογοτεχνία;
Ο Παπαδιαμάντης με λεκιασμένο πουκάμισο αγκαλιά με το γυναικείο νησί του, μια μελέτη θανάτου που ακόμα δεν γράφτηκε, ύμνοι του Δαβίδ, αναγνώστης σε εκκλησία της Πλάκας. Ιερουργεί ένας Άγιος. Ο παπά-Πλανάς.
Ο Πεντζίκης να γραπώνει τη μύτη της κυρίας Έρσης, η σκόρπια ζωή συγκεφαλαιώνεται στην ερημιά του φωτός, όλη όλο νόημα, όλη όλο ήθος –αμαρτία η απουσία από το παρόν.
Όλοι αυτοί –και τόσοι ακόμα– οι μάρτυρές μας, Φίλοι και Συγγενείς. Οι μαρτυρίες μας. Ζωντανές, σάρκινες μαρτυρίες. Σαρκωμένοι λόγοι. Τι ζητούν; Αυτοί οι υπέροχοι, νηφάλια μεθυσμένοι καρνάβαλοι, τι ζητούν;
Μια παρτίδα ακόμα. Μια παρτίδα ακόμα, παιδιά.
Εντάξει, εντάξει.
Έτσι κι αλλιώς, αυτό τον καιρό δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Αλλά δώστε ένα χεράκι. Το χρειαζόμαστε.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Η Ευφορία της Ερήμου

Καλλιεργημένη στην απουσία. Μια σιωπή που ανασταίνει τις κομμένες μας γλώσσες και επιστρέφει ως νόημα. Η ευλαλία ενός διακεκομμένου ψιθύρου στη μέση της νύχτας. Το κερί όπως σε μανουάλι και οι φλόγες-άνθρωποι, οι φλόγες-πρόσωπα που γνέφουν και περιμένουν, περιμένουν συνέχεια. Σιγανό σφύριγμα που θυμίζει τη φούγκα και ανεβαίνει στα σύννεφα. Ο περίπατος με τα πόδια να βουλιάζουν στην άμμο καμιάς, καμιάς παραλίας, στην έκταση που ελευθέρωσε ο θάνατος του περιττού, στον τόπο της οικειότητας με τον ίδιο ανόμοιο Άλλο που φανερώνεται στη λάμψη της αστραπής. Οι ρωγμές στο ταβάνι επικαλούνται τη λύτρωση και αργά περπατώντας επιστρέφουμε σπίτι μας.
Επιστρέφουμε στο μόνο μας σπίτι, Φίλοι και Συγγενείς. Στον έρημο τόπο της μεγάλης γιορτής.
Η πυξίδα σπάει και αν-οικειώνεται την πολλαπλότητα των δρόμων, την πολλαπλότητα των επιλογών και των κατευθύνσεων και των εναλλακτικών διαδρομών. Σπασμένη, η πυξίδα δείχνει για πρώτη φορά την αυθεντική της πορεία, το κάλεσμά της. Το παντού της Ενότητας –η έρημος. Ελευθερωμένη από τον αμφιταλαντευόμενο εαυτό της, η ζαλισμένη νηφάλια πυξίδα ελευθερώνει τον καθένα και επιτρέπει, επιτέλους, τον αδιάλλακτο ερωτικό μας περίπατο. Χωρίς σταυροδρόμια ή στενά ή παρόδους. Χωρίς φόβο, από το βυθό ως τ’ άστρα. Στο βυθό και τ’ άστρα.
Ελεύθερος όποιος δεν χρειάζεται να διαλέξει.
Η κλεψύδρα θρυμματίζεται όταν το αιώνιο χτυπά και σταματά την ανοησία του σκαμπανεβάσματος. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω –ποτέ πια. Η κλεψύδρα δεν θα αναποδογυρίσει ποτέ ξανά για κανέναν και η άμμος δεν θα στερέψει. Η Ιστορία γιορτάζει τους γάμους με το Αιώνιο και ο χρόνος είναι όλος τώρα, είναι όλος πάντα, αδίστακτα και λυτρωτικά, οριακά, η βόλτα στην άμμο που ρέει αδιάκοπα γλιστρώντας από τη ρωγμή του σπασμένου γυαλιού. Που γεννά την έρημο, ερημώνει τη σύμβαση και τελειώνει για καλά την παράσταση, θραύει τη μάσκα, κλείνει το θέατρο, συντρίβει το τσίρκο.
Σιγά-σιγά, αποκλείει τις αν-αυθεντικές πραγματικότητες της πιο φρικτής εξουσίας, αποτάσσει τις παγίδες-επιλογές του ανελεύθερου, τυραννικού δικαιώματος.
Ελεύθερος όποιος καταφάσκει στο αναπόφευκτο.
Στο αναπόφευκτο της Αγάπης.
Απόψε, κάποιος θα κλείσει μια φωτιά στο μπουκάλι και θα την στείλει στο πέλαγος να μαζέψει όλους τους ναυαγούς και να τους φέρει πίσω στο σπίτι μας.
Απόψε, κάποιος θα βαδίσει με το νου του στον Άδη και σφυρίζοντας θα καταργήσει τον Θάνατο αποκαθιστώντας την παρουσία στην ομορφιά του παρόντος.
Απόψε, κάποιος θα σκάψει έναν τάφο στην έρημο και θα βάλει εκεί την Αγάπη να φυτρώσει νεκράνθεμο η Ζωή.
Απόψε θα βρέξει.
Καλό φθινόπωρο, Φίλοι και Συγγενείς. Καλό μας φθινόπωρο.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Ο Επίμονος Καντηλανάφτης

Όχι εγώ –μα πού πήγε ο νους σας, Φίλοι και Συγγενείς; Όχι εγώ –κάποιος άλλος. Κάποιος καλύτερος. Κάποιος που ξέρει καλύτερα να κάνει αυτήν ακριβώς την δουλειά: να ανάβει το καντήλι ή, για να το πω πολύ πιο σωστά, για να το πω έτσι όπως όντως είναι:
Να κρατά το καντήλι αναμμένο συνέχεια.
Πάνω στους τάφους, πάνω από τους τάφους, πάνω απ’ τα μνήματα, σε μιαν άδεια, απέραντη έκταση, θλιμμένη, σπαρμένη με κυπαρίσσια και με μάρμαρα. Μόνος, μόνο μόνος, να κρατά το καντήλι αναμμένο, σκυμμένος πάνω από ένα παλιό πήλινο δοχείο, ίσως και με λίγα λουλούδια παράμερα, κατσιασμένα, τσακισμένα λουλούδια –αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει. Είναι ζωντανά τα λουλούδια γιατί αλλιώς δεν θα ήταν λουλούδια αλλά κάτι άλλο, κάτι ήδη νεκρό. Τα λουλούδια είναι όσο είναι ζωντανά.
Μετά δεν είναι τίποτα –έτσι, δεν έχει σημασία.
Κάποιος επίμονος, λοιπόν, κάποιος μόνος μέσα στην πιο μεγάλη νύχτα του κόσμου, σκυμμένος, καθισμένος στο έδαφος, πάνω από το καντήλι, σιωπηλός, ψιθυριστής στη σιωπηλότητα της παγκόσμιας νύχτας, της παγκόσμιας έρημης χώρας –στη σιωπηλότητα του έρημου χρόνου. Μόνος μόνο με τον χρόνο και την έρημο, στα μνήματα, καθισμένος στη μνήμη, εγκατεστημένος στη μνήμη του Άλλου, στην επίμονη μνήμη που επιστρέφει –του Θανάτου.
Πάει να πει: της Ζωής.
Ο επίμονος καντηλανάφτης, με τα φιτίλια και το λάδι που δεν θα στερέψει ποτέ, με ένα μαγικό σπιρτόκουτο που δεν αδειάζει, που δεν θα αδειάσει γιατί είναι φτιαγμένο και φερμένο από κάπου πολύ αλλού, από κάπου τελείως αλλού, από μιαν άλλη, ένυδρη, ολοζώντανη χώρα –αυθεντική. Καθισμένος στα μνήματα ή σ’ ένα καλύβι που στάζει, ετοιμόρροπο και όμως ανθεκτικό, ένα καλύβι που το φυσάει ο λύκος εδώ και αιώνες και αυτό αντέχει, ακατοίκητο, ακοίμητο, ακίνητο στην επιμονή του χρόνου, της μνήμης, του Θανάτου. Της Ζωής.
Σ’ αυτήν καθισμένος, επίμονος, με κουρασμένα αεικίνητα δάχτυλα και κινήσεις αργές, σιγαλές για να μην ταράξει, να μην χαλάσει ο ύπνος, ο μεγάλος Ύπνος του κόσμου, μόνος, ο καντηλανάφτης, με κάτι τέτοιες ανεξιχνίαστες κινήσεις που κανείς μας δεν είδε ποτέ, παίρνει τα σπίρτα και τα φιτίλια και το λάδι και δεν αφήνει το καντήλι να σβήσει, δεν το αφήνει να σβήσει.
Στο κάτω-κάτω, αυτή είναι η δουλειά του.
Επίμονος, αδιαπραγμάτευτα χαρούμενος, αδιατάρακτα, βαθιά λυπημένος, μόνος στα μνήματα, στο καλύβι της μνήμης, κρυμμένος στα κυπαρίσσια, φυλαγμένος, προστατευμένος στα λουλούδια και στα μάρμαρα, δεν κάνει παρά να κρατά το αναθεματισμένο το καντήλι αναμμένο συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια.
Γιατί αν σβήσει αυτό, η νύχτα δεν θα ξημερώσει ποτέ. Γιατί αν σβήσει αυτό, ο ύπνος δεν θα τελειώσει, δεν θα λείψει η έρημος. Και εμείς δεν θα βρεθούμε, δεν θα συναντηθούμε πουθενά.
Ποτέ. Ποτέ ξανά.
Ο επίμονος καντηλανάφτης –κάποιος άλλος, κάποιος στ’ αλήθεια καλός, επαρκής, ασάλευτος. Κάποιος τέλεια μόνος. Υπάρχει εδώ, εκεί, αλλού, στη νύχτα, στη νάρκη αυτού του υπέρλαμπρου ηλιόλουστου χειμώνα που δεν λέει να τελειώσει, υπάρχει μόνος πάνω από τη μόνη φωτιά, ελάχιστη, χαρούμενη και λυπημένη στις σκιές, η σπίθα μιας Υποψίας, το Φως που τρεμίζει, το Φως που είναι πάντα ένα μόνο φωτάκι, ένα διακριτικό, ελάχιστο φωτάκι στη νύχτα. Το φωτάκι που σβήνει, το φυσάνε, το φυσάμε όλοι και σβήνει –μα δεν πειράζει, είναι το τίμημα, είναι το κόστος για να μένει το καλύβι ρημαγμένο και ανοιχτό, τρύπιο, τέτοιο που μπάζει αέρα από παντού αλλά που έτσι πρέπει, έτσι χρειάζεται να είναι. Να μπάζει, να μένει αφύλαχτο, θωρακισμένο από λουλούδια και φύλλα και τίποτα, τίποτα. Να μένει, να είναι στον χρόνο με ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, με εξαρθρωμένες πόρτες και τοίχους και τρύπια, διάτρητα τείχη. Να μπάζει –να μας μπάζει, να μας αφήνει να μπαίνουμε.
Για να βλεπόμαστε. Για να μιλάμε, να κουβεντιάζουμε. Για να βρισκόμαστε. Πάντα. Ξανά και ξανά.
Είναι το τίμημα να σβήνει η φωτιά, είναι το μικρό, το ελάχιστο, το ασήμαντο κόστος της ανοικτότητας, του μόνου μας τόπου.
Μα δεν πειράζει που σβήνει. Δεν πειράζει. Γιατί είναι ο επίμονος καντηλανάφτης και το αστείρευτο λάδι του αντλημένο απ’ το πηγάδι του Θανάτου. Χωρίς κανένα τέλος, χωρίς αρχή. Θα το κρατά αναμμένο συνέχεια. Η τέλεια νήψη σ’ αυτή τη μελωδική παννυχίδα του σύμπαντος, η τέλεια ανάνηψη της φωτιάς, το άναμμά της, της φλόγας, για να καίει, για να καίει ακόμα για μένα και για σένα. Για να βλέπουμε, για να κοιτάμε στη νύχτα, να μην χανόμαστε, να συναντιόμαστε, για να βρισκόμαστε.
Για να είμαστε.
Πλαταίνει ο Θάνατος και σκάβει και σκάβουμε μέσα του, ο καντηλανάφτης σκάβει μέσα του και αντλεί λάδι κι άλλο λάδι και το καντήλι δεν θα σβήσει ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν γίνεται. Θα είναι εκεί, θα είναι εκεί αυτός ο επίμονος μόνος, μόνο μόνος να το κρατά αναμμένο για μας, Φίλοι και Συγγενείς, για να μην ξεχνάμε πότε-πότε να θυμόμαστε να ζούμε.
Για λίγο, για τόσο δα. Για όσο είναι αναμμένο αυτό το αναθεματισμένο αγαπημένο φωτάκι στην έρημο.
Για πάντα.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Η Σάρκωση του Πινόκιο

Παράξενες μέρες, αποκαρδιωτικές. Πυρφόρες μέρες. Αργά και οδυνηρά: η καύση του ξύλινου τείχους. Η καύση του ξύλου –του ανδρείκελου. Η απόγνωση του ηθοποιού που δεν ανταποκρίνεται στο ρόλο του, που δεν μπορεί να πείσει, πια, τον εαυτό του –το μόνο του κοινό. Η απελπισία του θεατρίνου. Λυτρωτική όπως όλες οι πτώσεις. Απελευθερωτική.
Αλλά πρέπει να προηγηθεί η καύση, πρέπει να την επικαλεστείς και να την αφήσεις να συμβεί παντού μέσα σου, παντού γύρω σου. Καύση σαρωτική καθώς τα προσωπεία των άλλων δεν αρκούν, πια, δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν. Καύση που εξαρθρώνει και διαλύει καθώς τα προσωπεία των άλλων καθρεφτίζουν το δικό σου και το ανακυκλώνουν και το αναπαράγουν και όλοι για όλους γίνονται δεσμώτες, αλυσίδες και τείχη –αδιαπέραστα Τείχη.
Φτιαγμένα από τις υπερτροφικές μας μύτες των Πινόκιο που έχουν φτάσει στο διάστημα. Κυλιόμενα ψεύδη, ανακύκληση μύθων. Εις εαυτόν. Μεταξύ μας. Οι Πινόκιο ως συντηρητές του αν-αυθεντικά πραγματικού, του επιφανειακού, του αντικειμενικού, αυτού που δεν υπάρχει αλλά που συμβαίνει επειδή το νομίζουμε. Επειδή το επικαλούμαστε. Επειδή το επιθυμούμε.
Του άσχημου, του περιστασιακού, του αναλώσιμου. Του τυχαίου. Του γελοίου.
Πρέπει να καεί. Αλλά γι’ αυτό προϋποτίθεται η καύση. Η ευλογία της απόγνωσης. Η κατάφαση στο αρνητικό, στο άβολο, στο οδυνηρό. Πλην: το δαιμονοποιούμε. Το ενοχοποιούμε. Κυρίως: το σνομπάρουμε. Όλα επιτρέπονται αρκεί να μην δυσαρεστηθεί κανείς, να μην δυσφορήσει κανείς. Να είμαστε ευχαριστημένοι. Να είμαστε αυτάρκεις. Αρεστοί και, βέβαια, αυτάρεσκοι. Κλεισμένοι στα τείχη μας, στα ανδρείκελα του Εγώ, στα μικρά υποκειμενικά μας εργοστάσια του ψεύδους.
Οι άκαυτοι Πινόκιο, οι αλεξίπυροι. Οι αμετανόητοι Πινόκιο που έχουμε πετσοκόψει τον Τζεπέτο και περιφερόμαστε με τους τσιρκολάνους και τους σαλτιμπάγκους και βυθιζόμαστε αδιάφοροι, ξένοι μεταξύ μας, εχθροί μεταξύ μας. Εύθικτοι, ερωτευμένοι με τον εαυτό μας. Εξυπνάκηδες, αγκαλιασμένοι με τα φαιδρά μας διλήμματα και τις φαιδρές μας επιλογές. Μαριονέτες με σπασμένες κλωστές που βαυκαλιζόμαστε για τις πιρουέτες. Η δεξιοτεχνία της άγνοιας. Η έπαρση του ανυποψίαστου, του βαριεστημένου, του ανόρεχτου. Η αμίμητη υπεροψία του φυγόπονου.
Κανένα ρίσκο. Καμιά διάθεση για κανένα ρίσκο –η καύση αναστέλλεται. Το ξύλινο τείχος θα παραμείνει. Η συνθήκη της ασυνεννοησίας, της ακατανοησίας. Η συνθήκη του ανέραστου –τα ξύλα δεν ερωτεύονται. Τα ξύλα δεν συναντιούνται, δεν περπατούν, δεν ερμηνεύονται.
Τα ξύλα χτυπιούνται. Συγκρούονται. Τα ανδρείκελα επιλέγουμε τους ολόιδιους, τους όμοιους και βαρετούς αντίθετους πόλους των διλημμάτων μας και η τραγωδία συνεχίζεται. Υπερβολική –όπως όλες. Και κωμική –όπως όλες. Φαρσοειδής. Οι Πινόκιο διαλέγουν το στρατόπεδό τους και διασταυρώνουν τις μύτες τους –όλοι μας. Τα ψέματά μας, τις αστοχίες, τις παρεξηγήσεις μας.
Οι εκλεπτυσμένοι φιγουρατζήδες της κουλτούρας και οι εξυπνάκηδες υπερόπτες του λαϊκισμού. Οι μελαγχολικοί και οι χαζοχαρούμενοι. Οι γκρινιάρηδες και οι χαχανούληδες.
Κοντολογίς: οι μίζεροι.
Κοντολογίς: οι Πινόκιο.
Όλοι εμείς.
Καμιά συνάντηση, καμιά μιλιά και κανένα άκουσμα. Τυχαίες διασταυρώσεις, ανταλλαγή πληροφοριών, στείρες ανακοινώσεις –προσωπεία από ξύλο, πειστικά επειδή τα πιστεύουμε.
Παράξενες μέρες –πυρφόρες αλλά τις σβήνουμε. Τις διαγράφουμε, δεν τις αφήνουμε να έρθουν, να διευρυνθούν. Δεν τις αφήνουμε να κάψουν τα ανδρείκελα. Δεν αφήνουμε τη σάρκωση να βρει χώρο εντός μας για να σταθεί. Άσαρκες, φρικτές κούκλες που κουτουλούν αυτιστικά χωρίς καν να αισθάνονται το χτύπημα. Εύκολα όλα, ανώδυνα. Μελαγχολώντας ή χασκογελώντας συνεχίζεται η ίδια, απαράλλακτη και απίστευτα βαρετή κωμωδία. Χωρίς την ζωή. Χωρίς κανένα σώμα και κανένα πνεύμα. Χωρίς την φτώχεια και τη ζητιανιά και τον μεγάλο πλούτο –τον Έρωτα.
Χωρίς πρόσωπο.
Οι Πινόκιο που υπηρετούν τη διαλεκτική. Είτε / είτε: το ίδιο πράγμα. Η μιζέρια, κραταιά και πολύμορφη, είτε μελαγχολική είτε διασκεδαστική, είτε γκρινιάρα είτε χαζοχαρούμενη και με όλα ευχαριστημένη, είτε προβληματισμένη και μπερδεμένη είτε αφελής και ηλίθια. Οι Πινόκιο: υπερτροφικοί έφηβοι-πειράματα που δεν έχουμε ακόμα βιώσει καν την έλλειψη της σάρκας, την απουσία του προσώπου, την απώλεια του πνεύματος.
Τη ματαίωση του Έρωτα. Την άρνηση της Αγάπης.
Χρειάζεται η καύση. Χρειάζεται η απόγνωση, η ευλογία, το προνόμιο, η αναγκαία πολυτέλεια της απόγνωσης. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να απογοητευόμαστε αλλά είναι καιρός να απελπιστούμε για τα καλά.
Μήπως και θυμηθούμε πώς είναι να ελπίζεις.
Χρειάζεται η μεταμόρφωση, ο αφηγηματικός περίπατος, οι σκιές, η υποψία, η πραγματική ζωή που σε τραβάει απ’ το μανίκι ακόμα κι όταν όλοι οι καινούριοι ψηφιακοί σου θεοί επιμένουν ότι αυτή η ζωή δεν υπάρχει –κι όμως, υπάρχει. Γιατί υπάρχει ο Θάνατος που επιστρέφει από το μέλλον και καταστρέφει τα ψηφία σου και υπενθυμίζει ότι, παρ’ όλα αυτά και εξαιτίας τους, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλοϊκή, δεν είναι τόσο χοντροκομμένη, δεν είναι τόσο εύκολο να ξεμπερδεύεις μαζί της. Υπάρχει ο Θάνατος και ο ψηφιακός σου παράδεισος δεν τον έχει καταργήσει, δεν τον έχει εξορίσει και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να αφήνεις τους εγκαινιασμένους σου θεούς να υποκαθιστούν την Ζωή. Που υπάρχει κι ας μην την βλέπεις στην οθόνη σου, ας μην την ακούς στα καλώδια και τα εξαρτήματά σου, ας μην την αισθάνεσαι στα ξύλινα μέλη σου, στα ξύλινα ψεύδη σου.
Υπάρχει εκεί, εδώ, αλλού. Υπάρχει παντού και είναι καιρός να απελπιστούμε για να το θυμηθούμε. Για να θυμηθούμε τον Έρωτα. Την Αγάπη. Για να ζητήσουμε λίγη αυθεντική ζωή. Είναι καιρός να βιωθεί η απόγνωση του μηδενός για να γνωρίσουμε το Είναι. Για να φτάσουμε το Είναι, για να το γίνουμε, για να το είμαστε.
Γιατί υπάρχει ακόμα κι όταν ο Πινόκιο ακονίζει τη μύτη του να την διασταυρώσει με μιαν άλλη εξίσου ακονισμένη άσχημη μύτη.
Η σάρκωση του Πινόκιο ως ένας μικρός απογευματινός περίπατος. Ως αφήγηση. Εκ-στάση, αναφορά, σχέση.
Η απόγνωση και η κατάφασή της: μόνο έτσι υπερβαίνεται η απόγνωση, μόνο έτσι την ξεπερνά κανείς στ’ αλήθεια. Την αγκαλιάζει και την εξωθεί ως το τέλος, ως εκείνο το σημείο όπου δεν μπορεί παρά να μεταμορφωθεί και να γίνει ελπίδα και πίστη.
Και μοναδική, ανεπανάληπτη, προσωπική Αγάπη.
Μόνο έτσι σαρκώνεται ο Πινόκιο και γίνεται λίγο αληθινός. Λίγο άνθρωπος. Με πρόσωπο που του επιτρέπει να ερωτευτεί. Και να υπάρξει αυθεντικά.

Κάπως έτσι, Φίλοι και Συγγενείς, θα ήθελα αυτό το καλοκαίρι να μας κάψει -εμάς, όχι τα δάση- και να μας μεταμορφώσει. Αναρωτιέμαι πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο. Βέβαια, είναι μια ακόμα δυνατότητα που χρειάζεται να την επικαλεστούμε και να παραμερίσουμε για να την αφήσουμε να ανοίξει και να πραγματωθεί. Και να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε τον περίπατο -στην πόλη, στην παραλία, στο βυθό ή στα σύννεφα. Οπουδήποτε. Λοιπόν, αυτά. Συγχωρέστε μου την φλυαρία. Και την όποια δραματικότητα. Η τελευταία ακυρώνει -ελπίζω- τον εαυτό της μέσα στην έκταση της και στην ένταση. Ό,τι μένει είναι η αρχή του παντός, η χαρμολύπη.
Μετά την απόγνωση. Μετά την φυσική, την ξυλουργική και την υποκριτική. Κυρίως: μετά την διαλεκτική.
Στο εδώ και στο τώρα, στο πάντα της πραγματικής ζωής.
Στην ενότητα της πραγματικής ζωής.

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Εκ-στατική Αναφορά ή Το Μηδέν Και Το Ένα - Δύο - Τρία

Παθαίνοντας την άνοιξη στον πέμπτο όροφο, Φίλοι και Συγγενείς, ανακεφαλαιώνω τις κοινοτοπίες, τα αυτονόητα: η τέχνη που τέρπει, η τέχνη που αρέσει, η τέχνη που, ενίοτε, ξεκουράζει, παρηγορεί, ανακουφίζει, ηρεμεί –και πάει λέγοντας. Τα αυτονόητα είναι πάντα η βάση. Η προϋπόθεση. Τα αυτονόητα ολοκληρώνονται όταν ακυρωθούν συμπληρωμένα από κάτι άλλο –από κάτι ακόμα:
Η τέχνη που, όταν είναι ο εαυτός της, μας μαθαίνει να ζούμε. Που βιώνεται. Και μεταμορφώνει το καθ’ ημέρα. Ειδάλλως είναι κάτι άλλο, κάτι καθόλου κακό, ίσως κάτι πολύ ενδιαφέρον και ευπρόσδεκτο, ένα άκακο βίτσιο, ας πούμε, ένας ευχάριστος τρόπος να (νομίζεις ότι) σκοτώνεις τον χρόνο ή κάτι παρόμοιο αλλά, πάντως, όχι τέχνη, σίγουρα όχι τέχνη. Η τέχνη ως βίωμα και ως υποψία. Διαφεύγουσα που γνέφει προς-κλητικά και εγκλητικά. Η τέχνη-παράδειγμα ή υπόδειγμα ή δείγμα ή κατάδειξη ή –τελικά: η τέχνη-οδοδείκτης. Προς το ξέφωτο. Προς το διάμεσο-κενό, προς το αθεμελίωτο, προς το δυνητικό ελεύθερο χώρο της εκ νέου θεμελιωμένης ύπαρξής μας, της ανάδυσής μας στην παρουσία, στην υπόσταση. Στο Είναι.
Η αφήγηση –μια τέχνη. Και τα στάδια, οι αναβαθμοί, οι σταθμοί, η κλίμακα –όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά παρά κάτι άλλο, κάτι πολύ λιγότερο σπουδαίο, κάτι καθόλου σπουδαίο. Μια βόλτα στην πόλη. Μια βόλτα οπουδήποτε. Τα βήματα της αφήγησης. Η χαρτογράφηση, βιωμένη, βιωματική, ενθαδική και ουράνια. Τα βήματα: η εκ-στάση από την ατομικότητα –το πρωταρχικό, μια απομάγευση του εγώ. Η εκ-στατική αποδέσμευση από το φαύλο κύκλο του ατομικού και του συλλογικού, από την ανέραστη, έρημη χώρα του μηδενός. Του μη-είναι. Το δεύτερο βήμα: από την εκ-στάση στην αναφορά –από την εκ-στάση του ατόμου στην αναφορά του προσώπου.
Και την αναφορά στο Πρόσωπο. Ένα – δυο – τρία. Η εκ-στάση, η αναφορά: η αγαπητική σχέση. Η μεταμόρφωση των αντικειμένων σε Πράγματα. Η μεταμόρφωση των ατόμων – υποκειμένων - ομάδων – πολιτών – μαζών – λαών – εθνών σε Πρόσωπα. Η κατάφαση στο Είναι, η κοινωνία στο Είναι –εξόχως ερωτική, ανεπανάληπτη, τελείως ανόμοια, τελείως ίδια. Η υποψία μιας συνάντησης που αναβάλλεται από καταβολής κόσμου. Η ανθρώπινη κατάσταση: ένα είναι – προς – σχέση. Φανέρωμα, αποκάλυψη, φωτισμός. Η ζωή η ίδια –τίποτα σπουδαίο, το πιο σπουδαίο απ’ όλα. Παράδοξα ζεύγη –που υπερβαίνουν το παράδοξο: η χαρμολύπη του να ζεις. Του να είσαι. Του να είσαι στην προσωπική αγαπητική σχέση με τον Κόσμο, με το Πράγμα, με το Πρόσωπο.
Η αφηγηματική μας βόλτα στο Είναι. Η ερωτική, δημιουργική, δυναμική μας βόλτα στην προσωπική σχέση. Από τη φιλοσοφία της ατομικής εκ-στάσης, ο περιπατητής οδηγείται στη φιλοκαλία της προσωπικής αναφοράς.
Μια εκ-στατικά επιστρέφουσα αναφορά στη ζωή, στους άλλους, στον τελείως Άλλο και τον τελείως Ίδιο –στον Εγγύτατο. Το Είναι που είναι μόνο ως σχέση: η Αγάπη. Όχι μια ιδιότητα αλλά η ουσία του θείου. Όχι ο Θεός της Αγάπης αλλά –
Ο Θεός-Αγάπη.
Η υποψία και η βεβαιότητά της που προσκαλεί στη συνάντηση.
Το Μηδέν δεν είναι ο θάνατος –είναι η απουσία σχέσης. Το Μηδέν είναι η ψεύτικη πραγματικότητά μας. Το Μηδέν είναι το προσωρινό μας σπιτάκι. Και η εκ-στατική αναφορά θέλει να βγούμε και να περπατήσουμε. Έως το Είναι. Έως τον Άλλο. Που είναι πάντα η κόλασή μου. Ώσπου να τον συναντήσω και να γίνει ο παράδεισός μου.
Τίποτα σπουδαίο, Φίλοι και Συγγενείς. Αλήθεια, τίποτα σπουδαίο.

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Όταν Η Επιστήμη Σηκώνει Τα Χέρια Ψηλά, Η Λογοτεχνία Τα Βάζει Στις Τσέπες

Και περπατά, Φίλοι και Συγγενείς, έτσι όπως δεν περπάτησε ποτέ κανείς. Αναστάσιμα, τις περισσότερες και τις πιο καλές φορές –έχω σκορπίσει τις ευχές σε διάφορα σημεία του κειμένου, δεν χρειάζεται να τις επισημάνω. Επιστρέφω στον περίπατο. Προς και από το Κρανίο –ξανά και ξανά, χωρίς τέλος, γεμάτη εν-τέλειες. Προφυλαγμένη και διαρκώς έκθετη και εκτεθειμένη, η λογοτεχνία, η γραφή της υποψίας, των ιχνών, μια περιπατητική ιχνηλασία όλο και πιο κοντά στην αυθεντική ζωή, ολοένα πλησιέστερα στο πραγματικό, στον πυρήνα και στην περιφέρεια, στο διασκορπισμένο κέντρο της ύπαρξης, στο ίδιο αλλά ποτέ όμοιο Πρόσωπο του ανθρώπου. Και του Θεού. Στην ανατιναγμένη ενότητα που επιστρέφει, ανασυνθέτει τον εαυτό της και φανερώνεται.
Με τα χέρια στις τσέπες και τον αυχένα αεικίνητο, σταθερό, όρθιο στερεωμένο στις λέξεις, όπως εμείς, όπως όλος ο κόσμος –χωρίς τον μεταφυσικό ορθολογισμό, χωρίς την αγωνία της αντικειμενοποίησης, χωρίς το εφηβικό άγχος της υποτιθέμενης γνώσης, χωρίς καμιά ενόχληση από τη σπηλιά ή τις σκιές, για την ακρίβεια: χορεύοντας με τις σκιές, περπατώντας με τις σκιές. Η ευκρίνεια των περιγραμμάτων. Το δειλινό. Που χρειάζεται τις σκιές. Η λογοτεχνία γράφεται σε ένα συνεχές δειλινό. Σε έναν διαμένοντα, καταργημένο Θάνατο. Ολοζώντανη, ενθαδική. Αποκαθιστώντας, ανακεφαλαιώνοντας, συμμαζεύοντας από παντού τα θραύσματα, όντας τα θραύσματα, μιλώντας και αρθρώνοντας τα θραύσματα.
Την υποψία της.
Που διευρύνεται στις πατημασιές, που ακολουθεί, που συνέχει, που γνέφει διαφεύγοντας. Η πάντα ήδη εδώ και πάντα διαφεύγουσα γραφή, το κάλεσμά της, το νεύμα της. Η χειρονομία του φωτός –αυτού που έρχεται και που είναι ήδη. Ο περίπατος μιας υποψίας και η βεβαιότητά της, η μόνη που χρειαζόμαστε, με τα χέρια στις τσέπες, ενίοτε σκυφτή και αργοκίνητη, σαν να σέρνεται και χωρίς ποτέ να σέρνεται, όρθια στηριγμένη, συγκρατημένη στην υπομονή, μέσα στον χρόνο, εσαεί ανεπίκαιρη, με τα ακροδάχτυλα που σκάβουν στον αέρα, ήσυχα, δίχως εξάρσεις, με αδιατάρακτους ώμους. Ο αληθινός ψίθυρος της γραφής. Η εκπλήρωση της γραφής. Η Ανάσταση. Και, επιτέλους, λίγο λιγότερα φώτα.
Και λίγο περισσότερο Φως.

Για δες: Ξαφνικά, Φίλοι και Συγγενείς, ακυρώθηκαν οι αριθμοί. Καλό μας περπάτημα. Ίσως και να βρεθούμε. Στον ενεστώτα μιας συνεχούς ολόπρωτης συνάντησης προσώπων –δεν υπάρχει άλλη συνάντηση, έτσι κι αλλιώς.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Αν Η Σιωπή Ήταν Χρυσός Θα Είχαμε Πεθάνει Όλοι Στην Ψάθα

1. Αλλά η σιωπή δεν είναι χρυσός –ούτε κάποιο άλλο ευγενές ή αγενές μέταλλο.
2. Η σιωπή δεν είναι ούτε αλαλία / αφασία / ασκεψία.
3. Η σιωπή δεν μπορεί να περιγραφεί με καμιά μεταφορά / αλληγορία / παρομοίωση.
4. Η σιωπή δεν είναι ποτέ εκκωφαντική, δεν υπαινίσσεται, δεν υπονοεί και, βέβαια, δεν απαντά. Δεν είναι «μια άλλη γλώσσα», δεν είναι καμιά εναλλακτική επιλογή έκφρασης ή / και απόφανσης.
5. Η σιωπή σωπαίνει συμπληρώνοντας την γλώσσα –ή τον λόγο ή την ομιλία ή όποια άλλη εννοιολογική προτίμηση έχει ο καθένας, εγώ προκρίνω την γλώσσα εξαιτίας της διπλότητας της σημασίας: λόγος και σάρκα, αίσθηση και όργανο κ.λπ.
6. Η σιωπή σωπαίνει εκ-καλύπτοντας την γλώσσα, εγγράφοντας τον εαυτό της στη γλώσσα ως ακέραιη, διανοιγμένη δυνατότητα, επιτρέποντας στο νόημα να εμφανιστεί και να από-κρυφτεί.
7. Η σιωπή είναι ο τόπος της παρουσίας, το θεμέλιο του οίκου του Είναι, το ελεύθερο κενό όπου αρθρώνεται η αποκάλυψη του ονόματος.

Η σιωπή είναι και πολλά άλλα πράγματα, Φίλοι και Συγγενείς, πλην: αποτελούν όλα προεκτάσεις, διασαφηνίσεις και εμπλουτισμούς του εβδόμου σημείου. Είναι περασμένες πέντε, η βροχή στην Αθήνα έχει σταματήσει εδώ και ώρα και αυτή είναι η τελευταία καταχώρηση πριν από την Ανάσταση –μια νοθευμένα χαϊντεγγεριανή καταχώρηση, όπως, εξάλλου, και αρκετά άλλα στοιχεία ή συστατικά ή περιεχόμενα του πέμπτου ορόφου.
Επειδή, λοιπόν, μέσα στις επόμενες μέρες ίσως καταφέρουμε να κρατηθούμε στην και να κρατήσουμε την σιωπηλή δύναμη του ενδεχομένου της Ανάστασης, της ανάδυσης του όντως Κάλλους, σας εύχομαι Καλό Πάσχα, Φίλοι και Συγγενείς και επικαλούμαι την αδιαφιλονίκητη ευλαλία μιας από τις αγαπημένες μου γυναίκες του 20ου αιώνα η οποία δεν ήταν, φυσικά, συγγραφέας, διανοούμενη ή φιλόσοφος αλλά κάτι πολύ πιο ευρύ, αυθεντικό και ζωτικό, κάτι πολύ πιο ζωντανό.
Μια φιλόκαλη, αγαπώσα γυναίκα που μας προσκαλεί χαμογελώντας και λέγοντας:
Ελάτε να σιωπήσουμε.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Προς Υπεράσπιση του Ευγενούς Είδους των Στρουθοκαμήλων: Τρεις Θεμελιώδεις Παρεξηγήσεις και η Αποκατάστασή τους

1. Ο στρουθοκάμηλος είναι, πιθανότατα, το πιο ευφυές πλάσμα στον κόσμο. Αλαζονικά, οι άνθρωποι έχουμε παρερμηνεύσει την παροιμιώδη στωικότητα και τη γαλήνη αυτού που όντως ξέρει –την έχουμε περάσει για ηλιθιότητα. Αυτό αποκαλύπτει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι άνθρωποι. Επίσης, το ότι μας έπεισαν για την ηλιθιότητά τους είναι επαρκές τεκμήριο για την ευφυΐα των στρουθοκαμήλων.
2. Ο στρουθοκάμηλος είναι, επιπλέον, ένα από τα πιο κομψά και χαριτωμένα πλάσματα του κόσμου. Οι γυναίκες μιμούνται το βάδισμά του, οι άντρες αντιγράφουν την επιθετική του ευθιξία αλλά, για έναν ιδιόμορφο λόγο, η εμφάνισή του θεωρείται αλλοπρόσαλλη, αποκρουστική, ενίοτε και γελοία. Μια ανάμεσα σε χιλιάδες αποδείξεις ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να ξεχωρίσουμε την αισθητική από την Ομορφιά.
3. Ο στρουθοκάμηλος, τέλος, εξαιτίας ενός επιστήμονα ο οποίος, προφανώς, διάβασε τη σκέψη αυτού του πλάσματος, κατηγορείται ότι αποσύρεται από τον κόσμο και χώνει το κεφάλι του στο χώμα επειδή φοβάται. Έτσι, η εσωστρεφής εκ-στάση, αυτή η έξοχη προϋπόθεση για κάθε αυθεντική σκέψη, βαφτίστηκε «στρουθοκαμηλισμός».

Αυτά τα λιγοστά σχόλια, Φίλοι και Συγγενείς, για την αποκατάσταση ενός κατασυκοφαντημένου και εμφανέστατα παρεξηγημένου πλάσματος. Είναι απόγευμα Παρασκευής, έπεται ο Ακάθιστος Ύμνος και η σκόνη έχει, επιτέλους, υποχωρήσει –στενοχωριέμαι, βέβαια, γιατί η σκόνη μου θύμισε την Κύπρο αλλά δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα σ’ αυτή τη ζωή, έτσι δεν είναι;
Λοιπόν, αυτή η προσωπική και λαμπρότατη σταυροφορία αποκατάστασης ενδέχεται να συνεχιστεί. Ένα πρόχειρο δείγμα για να σας ανοίξω την όρεξη: η Κασσάνδρα –προέκυψε από μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο μπαρ, βλέπε προηγούμενη καταχώρηση. Τείνει να παγιωθεί στις συνειδήσεις μας ότι όλοι αυτοί που αποκαλούνται «κασσάνδρες» είναι οι απαισιόδοξοι που κάνουν λανθασμένες –και αρνητικές- προβλέψεις.
Φίλοι και Συγγενείς, το σύνθημα είναι: μην πυροβολείτε την Κασσάνδρα! Μια χαρά τα έλεγε η γυναίκα. Απλώς, οι υπόλοιποι δεν την πίστευαν. Και είδαμε τι έπαθαν.
Αυτά. Σας ασπάζομαι –όχι ο Φαίδων, εγώ- εκ του ευάερου και ευήλιου, σήμερα, πέμπτου ορόφου.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Μπαρ: Οδηγίες Χρήσεως

1. Προηγουμένως, καλό είναι να σιγουρευτείς ότι είσαι καταρτισμένος περιπατητής –βλ. την τελευταία καταχώρηση. Ο περίπατος θα σου χρειαστεί για να εντοπίσεις το κατάλληλο μπαρ. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα φτάσεις στον στόχο. Όλοι φτάνουν. Αυτό που έχει σημασία είναι τον αναγνωρίσεις.
2. Πρώτα-πρώτα, φρόντισε να είναι όντως μπαρ. Το μπαρ δεν είναι αυτός ο ξύλινος πάγκος αλλά η οριζόντια –αν είναι κάθετη είσαι σε άλλο ανέκδοτο- μπάρα η οποία χρησιμεύει για να ακουμπάς τα κουρασμένα από τον περίπατο πόδια σου. Αν δεν την φτάνεις, τα σκαμπό είναι πολύ ψηλά –κι ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείς, αν και είναι καθαρά θέμα προσωπικού γούστου. Αν την φτάνεις, πάντως, τότε το πρώτο βήμα έχει γίνει. Τώρα μπορείς να κοιτάξεις τον χώρο.
3. Ελπίζω ότι αντικρίζεις ξύλο. Παλιό, καλό, παραδοσιακό καφέ ξύλο, κατά προτίμηση σκούρο, βαθύχρωμο. Αν όχι, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αν βλέπεις γυαλί, μέταλλο, αλουμίνιο, πλαστικό και άλλες τέτοιες ευρεσιτεχνίες, τότε κάποιος διακοσμητής έχει βάλει το χέρι του. Δεν έχω τίποτα με τον κλάδο αλλά ούτε ο κλάδος έχει καμιά σχέση με το μπαρ.
4. Καθώς χαλαρώνεις, βάλε τους αγκώνες στον πάγκο. Λογικά, δεν θα πρέπει να έχεις πρόβλημα να το κάνεις αυτό –αν είσαι ένας άνθρωπος μέσου ύψους και ο πάγκος είναι συντονισμένος με το ύψος των σκαμπό. Από την άλλη, αν ο πάγκος έχει αιχμηρές γωνίες, είναι ζήτημα μεγαλοθυμίας και ανοχής εκ μέρους σου.
5. Κοίτα ευθεία μπροστά σου. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, βλέπεις τον εαυτό σου σε έναν ωραιότατο καθρέφτη πίσω από τα παραταγμένα μπουκάλια. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις τον εαυτό σου. Θα ξέρεις πότε πρέπει να τσακιστείς και να φύγεις όταν τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου αρχίζουν να αλλοιώνονται επικίνδυνα.
6. Συνέχισε να κοιτάς ευθεία μπροστά σου. Αν ο μπάρμαν είναι μπαργούμαν κάτω των τριάντα και, ακόμα χειρότερα, αν κυκλοφορεί σε περισσότερα από ένα αντίτυπα πίσω από τον πάγκο, τότε κακώς είσαι μόνος σου σ’ αυτό το μέρος. Αν επιμένεις να καθίσεις εδώ, πάντως, περιορίσου στα τυπικά χαμόγελα και απευθύνσου στην μπαργούμαν μόνο κατά την παραγγελία. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα εκτεθείς.
7. Εφόσον είσαι στο σωστό μέρος και ο μπάρμαν είναι όντως μπάρμαν, καλό είναι να μην είναι κάτω των σαράντα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κάποιος νεότερος θα αρχίσει, κάποια στιγμή, να πετά μπουκάλια στον αέρα –αυτό είναι ήδη σημάδι ότι δεν είσαι στο σωστό μέρος. Χώρια που μπορεί να έχουμε τραυματισμούς. Ώστε κοίτα να έχεις απέναντί σου έναν αυθεντικό μπάρμαν και όχι κάποιον ερασιτέχνη που το έσκασε απ’ το τσίρκο.
8. Πλάι σου –αφού είσαι ακόμα στο σωστό μέρος- θα πρέπει να βρίσκονται κυρίως άντρες θαμώνες, κάπου εκεί στα σαράντα ή πενήντα. Καλό σημάδι. Μην τους ενοχλήσεις. Αν είναι, θα σου μιλήσουν αυτοί. Και αν είσαι λίγο τυχερός, θα βρεθείς με υλικό για τόσα μυθιστορήματα ώστε θα καταλάβεις εγκαίρως ότι δεν υπάρχει καν λόγος να προσπαθήσεις να τα γράψεις. Αρκεί που τα άκουσες. Αρκεί που ήσουν εκεί.
9. Σε περίπτωση που, για έναν περίεργο λόγο, βρεθείς ανάμεσα σε γυναίκες θαμώνες, να είσαι προσεκτικός. Αν είσαι στο σωστό μέρος, μην πάει ο νους στο πονηρό. Ακόμα κι έτσι, το μπαρ δεν είναι τόπος για να φλερτάρεις, εκτός κι αν είσαι αποφασισμένος να φτάσεις μέχρι το τέλος. Μην το κάνεις για να περάσεις την ώρα σου. Μια γυναίκα που έχει έρθει ως εδώ μόνη, σπάνια αστειεύεται. Χαμόγελα, βλέμματα και λοιπά τερτίπια επιτρέπονται μόνο αν είσαι έτοιμος να διασχίσεις όλο το δρόμο. Αν όχι, γύρνα στις συζητήσεις με τους συμπότες ή στην αυτό-ανάλυση και στο ποτό σου. Είναι ασφαλέστερο, ειδικά στις μέρες μας.
10. Ό,τι κι αν παραγγείλεις, φρόντισε να είναι ένα καθαρό, απλό, σκέτο ποτό, με ή χωρίς πάγο. Απέφυγε τα σφηνάκια. Κυρίως: απέφυγε τα κοκτέιλ. Σε σχέση με το ποτό, τα κοκτέιλ είναι ό,τι οι ανθολογίες σε σχέση με το μυθιστόρημα. Σου αφήνουν μια αίσθηση αν-ολοκλήρωσης, απογοήτευσης και κατάθλιψης. Τα κοκτέιλ είναι υβρίδια. Ακρωτηριασμένα ποτά. Δεν τα έχεις ανάγκη –χώρια που, αν είσαι στο σωστό μπαρ, το να παραγγέλνεις κοκτέιλ είναι σαν να ζητάς βιολογικά προϊόντα από χασαποταβέρνα των Εξαρχείων. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε σε τέτοια σημεία.
11. Πίνε το ποτό σου σχετικά αργά, ήρεμα, χωρίς πανικό. Αν κάνεις στριφτά τσιγάρα, υπολόγισε ότι θα σου πάρει δυο με τρία ώσπου να αδειάσει το ποτήρι. Πού και πού, παίρνε και κανένα φιστίκι –κατά προτίμηση- ή κανένα πατατάκι –κατά παραχώρηση. Φειδωλά, όμως –δεν είναι για χόρταση και το στομάχι σου θα ταλαιπωρηθεί, έτσι κι αλλιώς.
12. Face the music αλλά χαλαρά, μην χτυπιέσαι κιόλας. Αν είσαι στο σωστό μέρος, η μουσική θα βρίσκεται σε διακριτική ένταση. Απόλαυσέ την –αλλά μην παρασυρθείς. Αν αφεθείς εντελώς στη μουσική, το ποτό σου θα γίνει διπλό και τριπλό. Αν θέλεις πραγματικά να ακούσεις μουσική, κάτσε σπίτι σου.
13. Σε κάθε περίπτωση, κοίτα να διατηρείς και να ανανεώνεις την επαφή σου με την πραγματικότητα καθώς η κατανάλωση συνεχίζεται –μια κουβέντα με τον μπάρμαν, για παράδειγμα, ή μια στιχομυθία με τους θαμώνες είναι ό,τι πρέπει. Σε κάποιες περιπτώσεις, επιτρέπεται ακόμα και το σημειωματάριό σου –αν ο φωτισμός είναι επαρκής που, συνήθως, είναι. Σε κάποιες σπάνιες και ευλογημένες περιπτώσεις, δεν χρειάζεται τίποτα απ’ όλα αυτά γιατί είσαι απορροφημένος από την αφήγηση ενός ευγενούς αριστοκράτη άλλης εποχής που περιγράφει τις συναντήσεις του με τον Καρούζο, τον Γκάτσο και τον Μισέλ Φουκώ. Από αυτή την άποψη, μάθε να ακούς. Να ακούς στ’ αλήθεια.
14. Κατά τις επισκέψεις στην τουαλέτα –που αν πίνεις μπίρα θα γίνει το δεύτερο αγαπημένο σου μέρος του μαγαζιού, εξ ου και: «η τουαλέτα του μπαρ είναι ο ναός μου», είπε ο Bukowski- εκμεταλλεύσου την απομόνωση για έναν πρόχειρο έλεγχο στη διαύγειά σου. Σκέψου το βιβλίο που διάβαζες το πρωί, κάτι που είδες κατά τη διάρκεια του περιπάτου, μια ιδέα για κάποιο μυθιστόρημα, ένα τσιτάτο από τον Ζαρατούστρα. Όταν αρχίσεις να δυσκολεύεσαι, πλήρωσε το ποτό σου και πήγαινε σπίτι. Το μπαρ θα είναι εκεί και το επόμενο βράδυ. Μην θες να εξαντλήσεις μονομιάς τις δυνατότητες. Μην είσαι άπληστος.
15. Μεγαλώνοντας και γερνώντας, φρόντισε, επίσης, να μειώσεις τις επισκέψεις. Μια-δυο φορές τη βδομάδα είναι αρκετές. Φρόντισε, επίσης, να περιορίσεις τη διάρκεια των επισκέψεων. Δεν είναι ανάγκη να περιμένεις τον μπάρμαν να σου ανοίξει στις οχτώ και να τον βοηθάς να κλείνει στις τρεις-τέσσερις το πρωί. Από τις εννιά μέχρι τα μεσάνυχτα είναι μια καθώς πρέπει διάρκεια. Η σοφή μπαρόμυγα ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει να είναι μπαρόμυγα και να γίνει κάτι άλλο. Για να κάνει και κάτι άλλο. Αλλιώς, θα βρεθεί να δίνει υλικό για μυθιστορήματα σε κάποιον τύπο που δεν θα ξέρει τι να κάνει με αυτό το υλικό. Δεν θέλουμε μια τέτοια εξέλιξη, έτσι δεν είναι;

Κάπως έτσι, Φίλοι και Συγγενείς, προκύπτει ένας πρόχειρα συστηματοποιημένος κώδικας αξιών, ας πούμε, για κάθε επίδοξη ή βετεράνο μπαρόμυγα. Επειδή πάει να κλείσει μια δεκαετία από τότε που μπήκα για πρώτη φορά μόνος σε ένα μπαράκι κουβαλώντας ένα τετράδιο παραμάσχαλα –βίτσια είναι αυτά- είπα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στην επέτειο. Κατά τα άλλα, αυτές οι «αριθμημένες» καταχωρήσεις συνεχίζονται στο πλαίσιο ενός επιστημονικού πειράματος του πέμπτου ορόφου το οποίο ερευνά την ποσότητα των εξυπνάδων που μπορεί να γράψει κανείς χωρίς να πει απολύτως τίποτα.
Σας χαιρετώ από τον πέμπτο όροφο, αυτό το φθινοπωρινό σαββατιάτικο μεσημέρι του Μάρτη. Γεια χαρά ή, μάλλον:
Cheers!
(Μην με παρεξηγήσετε, στη μια το μεσημέρι πίνω το δεύτερο καφεδάκι μου, όπως όλος ο κόσμος.)

Υ.Γ. Το τραγελαφικό είναι ότι αυτό το σχήμα με την αρίθμηση προέκυψε για να περισταλεί, υποτίθεται, η φλυαρία και η έκταση των καταχωρήσεων. Άστα να πάνε.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Μικρό Εγχειρίδιο Του Καλού Περιπατητή

1. Να μην σφυρίζεις ποτέ όταν περπατάς –να ανασαίνεις ρυθμικά και να κάνεις οικονομία στο οξυγόνο. Αν είσαι καπνιστής, προτίμησε να κάνεις μια τζούρα κάθε εκατό ή εκατό πενήντα μέτρα. Θα καταρρεύσεις μια ώρα αργότερα. Για να τα καταφέρεις, προτίμησε το στριφτό τσιγάρο. Διαρκεί περισσότερο.
2. Να έχεις τα χέρια στις τσέπες την περισσότερη ώρα –αυτό επιφέρει μια αναγκαστική επιβράδυνση και επιτρέπει να παραμένεις περιπατητής και να μην γίνεσαι δρομέας. Ούτε να κάνεις παρέλαση. Αν φοράς τζιν, φρόντισε ώστε οι τσέπες να είναι κομματάκι χαμηλά. Οι αγκώνες σου δεν θα πάθουν αγκύλωση. Ούτε θα στραμπουλίξεις τις παλάμες.
3. Να προτιμάς τις ευθείες. Έτσι συγκεντρώνεσαι στα θεάματα και στο βήμα σου χωρίς να κινδυνεύεις να βρεθείς στη μέση του πουθενά. Είναι η μαγεία του να πηγαίνεις μαζί με το ρεύμα.
4. Να αποφεύγεις τις ανηφόρες. Είναι για τους ορειβάτες. Εσύ είσαι περιπατητής. Είσαι φτιαγμένος για τα επίπεδα. Οι αθηναϊκοί λόφοι υπάρχουν για να τους χαζεύεις από χαμηλά.
5. Να μην σκέφτεσαι τίποτα συγκεκριμένο. Απλώς, να περπατάς. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το μυαλό σου. Δώσε του λίγο χρόνο και χώρο. Ξέρει αυτό.
6. Να μην μετράς τις πλάκες του πεζοδρομίου –ούτε να προσπαθείς να πατάς εντός των ορίων τους. Στην Αθήνα, αυτό είναι μια εξωφρενική και επικίνδυνη πολυτέλεια. Χώρια που θα καταλήξεις να χοροπηδάς. Δεν χρειάζεται.
7. Να επιλέγεις, κατά προτίμηση, δρόμους με φανταχτερά ονόματα. Βασιλίσσης Σοφίας. Βασιλέως Αλεξάνδρου, Κωνσταντίνου και Σόι. Ηρώδου του Αττικού. Όπως και να το κάνουμε, ο περίπατος αναβαθμίζεται όταν πατάς σε κάτι τέτοιους τύπους.
8. Να διασταυρώνεις σε διαβάσεις ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος. Σου επιτρέπει να αναθεωρήσεις το ρυθμό ή την κατεύθυνσή σου. Επίσης, σε κοινωνικοποιεί. Ο περίπατος είναι μια εξόχως κοινωνική υπόθεση. Απλώς, εκτελείται μοναχικά.
9. Να μην σταματάς ποτέ για να σημειώσεις κάτι που σκέφτηκες. Αν αξίζει τον κόπο, θα το θυμηθείς κάποια άλλη στιγμή. Αν όχι, άσε το να ομορφύνει το δρόμο. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ιστορίες που δεν τέλειωσαν ποτέ τον περίπατό τους. Γεμάτοι από λέξεις. Ευτυχώς.
10. Να μην κάνεις γκριμάτσες όταν τύχει να ανταλλάξεις βλέμματα με περαστικούς -και προσοχή: ο περίπατος δεν προσφέρεται για φλερτάρισμα. Μείνε συγκεντρωμένος.
11. Να μην ψιθυρίζεις συνθήματα που άκουσες δεξιά κι αριστερά. Προτού το καταλάβεις, μπορείς να βρεθείς μπροστά από την αμερικανική πρεσβεία και να χτυπιέσαι για κάποιο λόγο που ξέχασες. Περίπατο κάνεις –όχι πορεία.
12. Να μην περπατάς ποτέ για περισσότερο από μια ώρα. Δεν κάνεις προπόνηση για ολυμπιακούς. Μην ξεχνάς ότι έχεις να πας κάπου. Ο περίπατος έχει νόημα επειδή οδηγεί κάπου. Ο περίπατος έχει νόημα επειδή οδηγεί παντού.
13. Να φτάνεις. Αυτό έχει σημασία. Όταν αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε αδιέξοδο, πήγαινε για έναν καλό περίπατο. Θα φτάσεις και θα αναθεωρήσεις τα περί αδιεξόδου. Θα αναθαρρήσεις. Ο περίπατος είναι η απάντηση στα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου. Ο περίπατος είναι όπως η αφήγηση. Πάντα κάπου φτάνεις. Αλλιώς δεν θα ήταν περίπατος.

Αυτές οι 13 μικρές εισηγήσεις, Φίλοι και Συγγενείς, είναι το απόσταγμα περιπατητικής σοφίας έξι-εφτά χρόνων. Δεν είναι μεγάλο διάστημα. Γι’ αυτό και δεν είναι πολύ καλά αποσταγμένη η σοφία. Δεχόμαστε προσθήκες, φυσικά.
Κάπου εδώ κλείνω. Πρώτα, όμως, για να μην το ξεχάσω, το σύνθημα κάθε καλού, στεριανού περιπατητή: σκάσε και κολύμπα.
Έτσι ακριβώς.
Καλό σαββατιάτικο μεσημέρι σε όλους.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Τρεις Βαθύτατα Υπαρξιακοί Λόγοι Για Τους Οποίους Γράφω Τόσο Μακροσκελή / Φλύαρα Κείμενα Στο Πλαίσιο Των Σημειώσεων Από Τον Πέμπτο Όροφο

1. Διότι το λακωνίζειν είναι το ακριβές αντίθετο του φιλοσοφείν –απόδειξη η Αρχαία Σπάρτη.
2. Διότι, συνήθως, φτάνει κανείς στον πυρήνα του θέματός του μιλώντας για κάτι άλλο –παραφρασμένο νιτσεϊκό τσιτάτο. Απόδειξη ο Ντοστογιέφσκι.
3. Διότι όταν βρίσκεσαι στην καρδιά της αβύσσου, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κουβεντιάζεις –απόφθεγμα του Ουγκώ. Απόδειξη όλοι εμείς.

Αυτά, Φίλοι και Συγγενείς, διότι ήμουν βέβαιος ότι σας είχε φάει η περιέργεια. Και διότι μ’ έπιασε μια εντελώς αιφνιδιαστική αυτοκριτική διάθεση –νοθευμένη με ευεργετική ευθυμία. Λοιπόν, μιαν άλλη φορά, μπορεί να ασχοληθούμε με το ερωτηματολόγιο του Προυστ. Μετά, ίσως το ρίξουμε στα σταυρόλεξα. Και πάει λέγοντας.
Καλή μας νύχτα!

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Τοπολογία

Φίλοι και Συγγενείς,

Καλησπέρα σας! Είναι η πιο ωραία ώρα της ημέρας, λίγο πριν από τις έξι –και το δειλινό κυριαρχεί με το γκρίζο και γαλάζιο φως, τον κομιστή της ευκρίνειας. Και της διαύγειας. Είναι η μέρα που μεγαλώνει –από τι άλλο θα μπορούσε να τραφεί αν όχι από σκοτάδι; Γι’ αυτό προτίμησα να ακυρώσω την καθορισμένη για το Σαββατοκύριακο επίσκεψη στον –και από τον- πέμπτο όροφο και να βγω στο μπαλκόνι αυτή την Τετάρτη. Φαινομενικά, έχουν αραιώσει οι καταχωρήσεις του πέμπτου ορόφου. Φαινομενικά, όμως. Διότι, εκτός από μπαλκόνι, ο πέμπτος όροφος διαθέτει και ένα σωρό μικροσκοπικές κάμαρες –σημειωματάρια, τετράδια, σχεδιάσματα και επιστολές. Διαθέτει και ένα κεντρικό σαλόνι που δεν προλαβαίνει να φιλοξενήσει πρόσωπα –ναι, ακριβώς: μυθιστορήματα. Από αυτή την άποψη, οι καταχωρήσεις στον πέμπτο όροφο έχουν πυκνώσει. Και η περιφορά στο μπαλκόνι που έχει θέα όλο αυτό το ψηφιακό σύμπαν ήταν, κατά κάποιο τρόπο, πολυτέλεια. Παραμένει πολυτέλεια. Αλλά έτσι όπως έχει η μέρα αυξήσει τον εαυτό της, η πολυτέλεια, πάντοτε αναγκαία άλλωστε, επιτρέπεται.
Αυτές τις μέρες, Φίλοι και Συγγενείς, με απασχόλησε αρκετά η γεωγραφία του πέμπτου ορόφου. Μια διαρκής περιπλάνηση σε νοερές κάμαρες, σαλόνια, αίθουσες, κατακόμβες και τύμβους –κυρίως σ’ αυτούς. Με απασχόλησε η γεωλογία, η εξόρυξη. Η γεωγραφία του κόσμου. Των τόπων της ύπαρξής μας. Κοντολογίς: η τοπολογία μας. Θέλω να την χαρτογραφήσω κάπως συμβατικά. Εδώ που τα λέμε, μόνο συμβατικά μπορεί κανείς να χαρτογραφήσει οτιδήποτε. Θα μας διαφεύγουν πάντα οι λεπτές ακτογραμμές, τα κρυφά περιγράμματα, τα καινούρια έργα της παλίρροιας, ό,τι δημιουργεί η γλυπτική μεγαλοφυΐα της θάλασσας. Θα μας διαφεύγει πάντα η ακρίβεια των ειδοποιών διαφορών –των μόνων που υπάρχουν. Διότι δεν θα εφευρεθεί –ευτυχώς- ποτέ κανένας δορυφόρος για να πάρουμε σχετικές φωτογραφίες. Η χαρτογράφηση και η περιγραφή θα παραμένει συμβατική. Σχηματική –ελπίζοντας ότι δεν θα είναι και χοντροκομμένη. Ελπίζοντας ότι θα είναι αρκούντως ενδεικτική. Και τα υπόλοιπα, Φίλοι και Συγγενείς, τα υπόλοιπα ευρήματα, τα υπόλοιπα στοιχεία και σημεία των τόπων μας, όλα αυτά είναι υπόθεση του καθενός.
Είναι ακροβασία του καθενός από μας. Περίπατος, εξισορρόπηση και στάση εκστατική στα όρια της ακτής, του γκρεμού και της θαυμάσιας αβύσσου των ημερών και των έργων μας. Και όταν κουραζόμαστε ή ζαλιζόμαστε –λοιπόν: ένα μικρό βήμα προς τα πίσω και ένα φλιτζάνι τσάι ή καφές είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται.
Η τοπολογία της ύπαρξης, λοιπόν. Η ιστορία, η εικόνα, η περιγραφή και η όντως θέαση των τόπων μας. Των δυο αχανών τόπων μας. Αυτής της διπλής έκτασης όπου έχουμε ριφθεί. Ας πούμε δυο λόγια γι’ αυτές τις δυο μας πατρίδες. Οι οποίες, για την ακρίβεια, είναι τρεις –αλλά η τρίτη θα πρέπει να περιμένει ώσπου να μεγαλώσω λιγάκι. Τέλος πάντων. Ας αρχίσουμε.
Όσοι από εσάς, Φίλοι και Συγγενείς, μου έχετε κάνει τη χάρη να ρίξετε μια ματιά στις προηγούμενες καταχωρήσεις του πέμπτου ορόφου, θα έχετε καταλάβει ότι η διαλεκτική σκέψη δεν είναι ακριβώς το χόμπι μου –προτιμώ τα βελάκια και το σκάκι, ας πούμε. Η θέση και η αντίθεση και τα συναφή δεν αποτελούν σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς μου –τα επισκιάζουν οι καφέδες. Οι αντινομίες, τα διλήμματα και οι διχοτομίες μπορεί να είναι ένας καθώς πρέπει τρόπος για να περάσεις προφορικά την ώρα σου και να την σκοτώσεις δίχως έλεος αλλά όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνεις χωρίς, απαραίτητα, να υποχρεώσεις σε αυτοκτονία τον χρόνο. Το ηθικό δίδαγμα αυτής της παροιμιώδους εισαγωγής είναι ότι οι δυο τόποι αποτελούν ένα εξαιρετικά συμβατικό σχήμα λόγου, απαραίτητο για να συνεννοούμαστε. Ουσιαστικά, ο καθένας από μας είναι ένας τόπος. Αλλά ούτε καν το ψηφιακό μου μπαλκόνι δεν είναι τόοοοσο μεγάλο. Και αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, συνεχίζω ακάθεκτος.
Οι δυο μας τόποι είναι, φυσικά, όμοροι. Τους χωρίζει μια λεπτή γραμμή. Η οποία, στην πραγματικότητα, τους ενώνει. Τους επιτρέπει να επικοινωνούν. Να βρίσκονται σε διαρκή επαφή. Να συγκοινωνούν –έχετε την άδειά μου να σκεφτείτε και δοχεία, ο μόνος λόγος που δεν χρησιμοποιώ μια τέτοια εικόνα είναι η κλειστοφοβία μου. Προτιμώ τους τόπους. Είναι πιο ευάεροι. Χάριν συνεννόησης και πάλι, σπεύδω να βαφτίσω αυτούς τους δυο τόπους για να γίνει το πράγμα ακόμα πιο σαφές. Πρόκειται για το Δυνητικό και το Πραγματικό –εντάξει, δεν έχω καμιά πρόθεση να εντυπωσιάσω κανέναν. Ιδού οι τόποι μας, λοιπόν. Η διπλή επικράτεια της ύπαρξής μας. Οι περισσότεροι από εμάς, Φίλοι και Συγγενείς, διατελούμε εντός του Πραγματικού για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Δεν θέλω να επαναλάβω κοινοτοπίες που τις έχω ήδη σημειώσει σε παλιότερες καταχωρήσεις. Υπενθυμίζω, απλώς, τη γνώριμη εικόνα αυτού του πρωταρχικού μας τόπου.
Είναι ο κόσμος των αντικειμένων και των παραστάσεων. Το σύμπαν των φαινομένων και των συμβάντων. Είναι η Ιστορία των ανθρώπων, επίσημη και υπόγεια, η ιστορία των ιδεών και της σκέψης, η ιστορία της πολιτικής και των πολέμων. Η ιστορία του Θανάτου –στην προκείμενη περίπτωση, η γενική είναι υποκειμενική. Είναι η ιστορία που γράφει ο Θάνατος. Ή που υπογράφει ο Θάνατος. Αρκετά ευθυμήσαμε. Συνεχίζω: ο πρωταρχικός μας τόπος, Φίλοι και Συγγενείς, είναι ο εντελώς ψεύτικος πραγματικός κόσμος. Καλώς ή κακώς, είναι ο μόνος που έχουμε, για την ώρα. Είναι ο μόνος χειροπιαστός και προσιτός. Ο μόνος απτός. Με άλλα λόγια, είναι η πιο κοντινή και πρόχειρη πρώτη μας ύλη.
Οι οπαδοί των διλημμάτων, πολλοί εκ των οποίων υπήρξαν διαπρεπείς ποιητές, φιλόσοφοι και επιστήμονες, θα πρόβαλλαν αμέσως την αδιαπραγμάτευτη αξίωση: ή έξω από ή μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Θα μας προκαλούσαν να διαλέξουμε και να ποντάρουμε το Είναι μας είτε όλο εδώ είτε όλο εκεί. Κι επειδή οι οπαδοί των διλημμάτων τρελαίνονται για φιλοσοφικούς όρους, θα το διατύπωναν περίπου ως εξής: ιδεαλισμός ή θετικισμός, μεταφυσική ή φαινομενολογία και οντολογία και λοιπά και λοιπά. Βεβαίως, τώρα τελευταία, οι οπαδοί των διλημμάτων πολλαπλασιάστηκαν εντυπωσιακά και κατήργησαν και το εδώ και το εκεί. Εντούτοις, δεν μας έκαναν το χατίρι να εγκαταλείψουν τα διλήμματα –κι ας ισχυρίζονται ότι το έκαναν.
Στον μεταμοντέρνο μετά-τόπο, το καταργημένο εδώ και το καταργημένο εκεί έδωσαν τη θέση τους σε ένα πλήθος από αλλού. Θα ήταν αποκαρδιωτικό αν δεν έδινε τροφή σε ένα σωρό καλά αστεία. Τα οποία θα κρατήσω για μιαν άλλη φορά. Επιστρέφω στους τόπους μας.
Στο εδώ, στο εκεί και σε όλα τα χρυσοποίκιλτα αλλού μας. Τα οποία δεν αλλοιώνουν το απλουστευτικό σχήμα Δυνητικό-Πραγματικό καθώς το μεταμοντέρνο πολλαπλασίασε τον πραγματικό ψεύτικο κόσμο μας, τον κατακερμάτισε αποκλείοντας ακόμα περισσότερο τις ήδη κλειστές δυνατότητές μας. Το μεταμοντέρνο έφτιαξε μια πληθώρα συλλογικών υπό-διαιρέσεων του Πραγματικού. Στενεύοντας κι άλλο τον ορίζοντα. Στενεύοντάς τον τόσο ώστε είναι ευχής έργον που ακόμα μπορούμε να ανασαίνουμε. Που δεν έχουμε αλληθωρίσει. Αφού μπορούμε και βλέπουμε, λοιπόν, ας εξακολουθήσουμε την περιήγηση. Την τοπολογία.
Όπως έλεγα, ο δεύτερός μας τόπος είναι το Δυνητικό. Είναι αυτός ο τόπος που, συνήθως, διατηρείται ανοιχτός από τα έργα τέχνης –από τα περισσότερα, εν πάση περιπτώσει. Εδώ κατοικεί ό,τι ένας πολύ ωραίος τύπος, ο Heidegger, ονόμαζε σιωπηλή δύναμη του ενδεχόμενου. Αυτός ο δεύτερος τόπος μας συνορεύει με το Πραγματικό –πλην: δεν βρίσκεται πλάι του αλλά μέσα του. Είναι εγκατεστημένος, εγκαθιδρυμένος μέσα και γύρω από το Πραγματικό. Ώστε –για τους οπαδούς των διλημμάτων το λέω- οι δυο τόποι μας χρειάζονται ο ένας τον άλλο. Δεν συνορεύουν, απλώς. Συνδέονται οργανικά. Συμπληρώνονται. Το Πραγματικό μπορεί να αναπνέει και να μην αλληθωρίζει μέσα από το Δυνητικό. Και το Δυνητικό μπορεί ξεφεύγει από την ολική αφαίρεση και την εξαφάνιση επειδή, πολύ απλά, υπάρχει το απτό και χειροπιαστό θεμέλιο του Πραγματικού στο οποίο θα στερεωθεί.
Το αυτονόητο συμπέρασμα όλης αυτής της –ελπίζω όχι και τόσο δυσάρεστης- φλυαρίας είναι αυτό που ένας εξαιρετικά αγαπητός τραγουδοποιός, ο Σαββόπουλος, ομολογεί χωρίς δισταγμούς:
Μην πετάξεις τίποτα.
Ακριβώς έτσι. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να πετάξουμε τίποτα, Φίλοι και Συγγενείς. Δεν χρειάζεται να πετάξουμε ή να αποκλείσουμε τίποτα. Ας μην παρεξηγηθώ: θα ήταν θαυμάσια αν έλειπαν όλα αυτά τα συμβάντα και τα φαινόμενα και τα αντικείμενα τα οποία καθιστούν εντελώς ψεύτικο τον πρωταρχικό, πραγματικό κόσμο μας –δεν χρειάζεται καν να τα αναφέρω, οι τελευταίοι μήνες ήταν γεμάτοι από αυτά. Ωστόσο, εφόσον αυτά υπάρχουν, εφόσον όσοι σωτήρες-επαναστάτες είπαν ότι θα τα καταργήσουν κατάφεραν να τα ανακυκλώσουν και να τα κάνουν ακόμα πιο φρικτά και εφόσον όλοι εμείς είμαστε ελεύθερα υποχρεωμένοι να ζούμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τα μαζέψουμε ένα-ένα, να τα συγκεντρώσουμε ήρεμα και ήσυχα και να τα αναφέρουμε στον δεύτερο τόπο μας. Να τα αναφέρουμε στο Δυνητικό και να τα θεμελιώσουμε ξανά απ’ την αρχή στις δικές του εκτάσεις.
Να τα εμπιστευτούμε στη σιωπηλή δύναμη του ενδεχόμενου. Που την συντηρούν οι καλλιτέχνες αλλά που δεν αποτελεί προνόμιο ή δικαίωμα αποκλειστικό των καλλιτεχνών. Που είναι ήδη μια καθολική υπαρκτική δομή –του καθενός μας. Που –μπορεί να- είναι κομμάτι της ρουτίνας μας. Μπορούμε, Φίλοι και Συγγενείς, να μετατοπίσουμε ελαφρώς το κέντρο βάρους μας –ένα βήμα απόσταση είναι όλο κι όλο- και να πάψουμε να στεκόμαστε και με τα δυο πόδια στον ψεύτικο πραγματικό μας κόσμο χωρίς να πάψουμε να βρισκόμαστε στο Πραγματικό. Μπορούμε να συμμαζέψουμε τα έργα και τις ημέρες μας και να τα τοποθετήσουμε στην αχανή προοπτική, στον απέραντο ορίζοντα του Δυνητικού, εκεί όπου η Ομορφιά συναντά τον πλήρη εαυτό της –η Ομορφιά που είναι πάντα ήδη αρθρωμένη μέσα στο Πραγματικό, πολύ χειροπιαστή και πάρα-πάρα πολύ κοντινή και προσιτή.
Τελικά, Φίλοι και Συγγενείς, μπορούμε να ζήσουμε λίγο παραπάνω μέσα στο δεύτερο τόπο μας, μέσα στη συμπαγή ελαφρότητα της Δυνατότητας, μέσα στη ριψοκίνδυνη ασφάλεια του Δυνητικού. Μπορούμε να το εμπιστευτούμε με μιαν εμπιστοσύνη τόσο τυφλή ώστε, πλέον, θα βλέπει τα πάντα. Και μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να μας απειλεί καμιά σχιζοφρένεια, καμιά διχοτομία ή διχογνωμία. Χωρίς διλήμματα. Χωρίς το εδώ ή το εκεί ή το αλλού να μας διεκδικούν και να μας διχάζουν. Χωρίς να πρέπει να αποκλείσουμε τίποτα εκτός από την αποκλειστικότητα του Πραγματικού. Μπορούμε, είμαστε ελευθέρα υποχρεωμένοι να ζούμε στο Πραγματικό και να μαζεύουμε την εντελώς ψεύτικη πρώτη του ύλη και να την αναφέρουμε διαρκώς στο Δυνητικό και να την βλέπουμε –ναι: να μεταμορφώνεται. Να ζωοποιείται και να δικαιώνεται. Να μαζεύει τα μπογαλάκια της και να ετοιμάζεται να μετατοπιστεί για μια τρίτη και τελευταία φορά στην τρίτη, ολόπρωτη και παντοτινή μας πατρίδα.
Στον Αυθεντικό Τόπο των Ζωντανών.
Ο οποίος βρίσκεται και εδώ και εκεί και κάπου αλλού. Ο οποίος βρίσκεται στον καθένα από εμάς. Ο οποίος δυνητικά είναι ο καθένας από εμάς.
Αλλά, Φίλοι και Συγγενείς, είμαι κομματάκι μικρός για να μιλήσω όσο θα ήθελα για αυτή την πατρίδα. Ίσως μιαν άλλη φορά. Κι έτσι όπως νύχτωσε, κλείνω σιγά-σιγά την μπαλκονόπορτα. Η χαρτογράφηση ήταν μόνον ενδεικτική -ή έτσι ελπίζω εγώ, εν πάση περιπτώσει. Οι λεπτομέρειες δεν αφορούν κανέναν επειδή μας αφορούν όλους με έναν καταπληκτικά προσωπικό τρόπο. Και είμαι αισιόδοξος ότι θα τις εντοπίσουμε και θα τις αξιοποιήσουμε. Τις πιο όμορφες ακρώρειες των υπαρξιακών μας δυνατότητων.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Το Σταμάτημα

Φίλοι και Συγγενείς,

Καλωσορίσατε στο 2009! Κι εσείς εδώ, ε; Κι εγώ επίσης. Δεν ξέρω αν το πιστεύαμε πραγματικά αλλά η νέα χρονιά τα κατάφερε. Ήρθε στην ώρα της. Πάρτε μιαν ανάσα ανακούφισης –διότι, αντίθετα με ό,τι ακούγεται δεξιά κι αριστερά, τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Εντάξει. Τώρα υποθέτω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε. Ξεπερνώντας την έκπληξη της άφιξης. Θεωρητικά, τουλάχιστο. Είναι απομεσήμερο Σαββάτου –και το επισημαίνω μόνο και μόνο επειδή ο πράσινος ανθρωπάκος μέσα στον υπολογιστή μου λέει απίστευτες βλακείες σχετικά με τη χρονική στιγμή των καταχωρήσεων. Των σημειώσεων του πέμπτου ορόφου. Ο οποίος, μετά και από την επιτυχημένη έλευση του 2009, παραμένει πέμπτος. Και παραμένει όροφος. Μερικές αξίες είναι σταθερές, όπως και να το κάνουμε.
Ο πέμπτος όροφος είναι μια από αυτές.
Οι υπέροχοι αστυνομικοί και οι συγκινητικοί διαδηλωτές είναι μια ακόμα.
Το Ισραήλ και η Παλαιστίνη, επίσης –για να μην ξεχνιόμαστε.
Η οικονομική κρίση δεν ήταν και ο ορισμός της σταθερής αξίας. Θα γίνει, όμως. Λίγη καλή θέληση χρειάζεται, τίποτα παραπάνω.
Το βέβαιο είναι ότι δεν θα χάσουμε καμιά αίσθηση οικειότητας με τον κόσμο και με τον χρόνο. Ούτε φέτος. Ούτε τώρα. Άλλη μια ανάσα ανακούφισης. Αφού φτάσαμε ως εδώ, την αξίζουμε.
Χμ.
Φίλοι και Συγγενείς: κομμένη η ειρωνεία. Παρασύρθηκα από τον οίστρο –απολογούμαι γι’ αυτό. Δεν είναι ώρα να γινόμαστε πικρόχολοι ή κακόπιστοι. Πώς αλλιώς; Μεσημέρι είναι ακόμα. Έρχομαι στην ουσία –προς το παρόν μπορεί να μην φαίνεται αλλά, πιστέψτε με, υπάρχει. Όπως όλες οι καθώς πρέπει ντίβες, προετοιμάζει τον εαυτό της. Μιλώντας για κάτι φαινομενικά άλλο. Μιλώντας, εν προκειμένω, για τον χρόνο. Για την έλευση –πιο σωστά: για τη διέλευση. Και για την παρέλευση. Κυρίως γι’ αυτή. Η προέλευση δεν μας νοιάζει. Ανήκει σε άλλη ιστορία, κατά προτίμηση νυχτερινή. Επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγο να νυχτώσουμε εδώ, όμως, ας περιορίσουμε λίγο το λόγο περί χρόνου. Ας τον συντομεύσουμε. Για να γλιτώσουμε χρόνο –θα έλεγε κάποιος ο οποίος, αντίθετα με μένα, πιστεύει ότι ο χρόνος κινδυνεύει από κάτι και, ως εκ τούτου, μας έχει διορίσει σωτήρες του. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πάντα ήταν. Απλώς, δεν είχαμε διάθεση να την κοιτάξουμε.
Δεν είχαμε χρόνο. Ή έτσι νομίζαμε.
Αυτή είναι και η φράση-κλειδί, Φίλοι και Συγγενείς –τουλάχιστο για τη σημερινή καταχώρηση. Η φαντασιακή ανεπάρκεια του χρόνου. Πιο απλά: αυτό που μας κάνει να βιαζόμαστε. Να τρέχουμε για να προλάβουμε. Με αναπόφευκτο κόστος να προσπερνούμε την αυθεντική πραγματικότητα. Να προσπερνούμε την ουσία –τσα! Σας το είπα ότι κάπου εδώ γύρω ήταν και ότι θα φανερωνόταν, αργά ή γρήγορα. Συνεχίζω. Ο χρόνος, λοιπόν. Και η τραγελαφική μας προσπάθεια να τον γλιτώσουμε από τον εαυτό του. Να γλιτώσουμε εμείς οι ίδιοι από τον χρόνο. Να τον ξεπεράσουμε. Να του ξεφύγουμε. Μια έξοχη εκδήλωση αυτού που ονομάσαμε τραγικότητα για να νιώθουμε κάπως ηρωικοί, κάπως σημαντικοί –κάπως μυθιστορηματικοί. Για να μην νιώθουμε, απλώς, γελοίοι καθώς ματαιοπονούμε να καταργήσουμε τον χρόνο σε έναν αγώνα δρόμου με τη σκιά μας –ο ήλιος είναι πάντα πίσω μας αλλά κανείς δεν φαίνεται να προβληματίζεται γι’ αυτό. Ερχόμαστε πάντα δεύτεροι αλλά η απόγνωση μεταμφιέζεται σε πιθανότητα ενός γραφείου στοιχημάτων –και εξάπαντος όχι σε ελπίδα!- και μας προτρέπει σε μια φρικτή επανάληψη. Σε μιαν ακόμα καρικατούρα μαραθωνίου. Ενάντια στο χρόνο. Ενάντια στη σκιά μας. Ενάντια στον εαυτό μας. Και σε όλους τους άλλους.
Για κάποιους οι οποίοι είναι τόσο ασφυκτικά δεσμευμένοι στην κατάλυση του χρόνου, για κάποιους οι οποίοι είναι τόσο εξουθενωτικά αφοσιωμένοι στη βιασύνη και το τρέξιμο εναντίον του χρόνου, το γεγονός ότι στήνουμε τέτοιες φιέστες για να γιορτάσουμε την έλευση κάθε νέας χρονιάς συνιστά μιαν εξωφρενική παραδοξότητα –η οποία, και πάλι, δεν φαίνεται να μας απασχολεί γιατί περνά γρήγορα, ξημερώνει η καινούρια μέρα και η κούρσα ξαναρχίζει. Ο αφέτης, στην προκειμένη περίπτωση, δεν κρατά κανένα πιστόλι. Κρατά μυδραλιοβόλο. Και τα μπατζάκια παίρνουν φωτιά –όπως θα το έθετε κανείς φιλοσοφικά μιλώντας. Πώς ξεσκίζουμε, αλήθεια, τις σάρκες μας αγωνιώντας να προλάβουμε τον χρόνο, Φίλοι και Συγγενείς –είναι εντυπωσιακά θλιβερό. Πώς δεν ζούμε αγωνιώντας να προλάβουμε να ζήσουμε.
Κάπως έτσι, αυτός ο αγώνας δρόμου μεταλλάσσεται και παρουσιάζεται, πια, ως ομηρία. Ομηρία στον χρόνο. Αλλά και ο χρόνος ο ίδιος παρουσιάζεται ως ομηρία. Ως μια συνθήκη φρικτής ομηρίας, παραλυτική και κλειστοφοβικά ασφυκτική. Πόσα τεχνάσματα για να ξεγελαστεί αυτός ο αόρατος εχθρός –και πόση φθορά. Χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Χωρίς τέλος. Το καλύτερο και το περισσότερο που καταφέρνουμε είναι να ξεγελάμε τον εαυτό μας με έντεχνη μέθη, καρναβαλική και ψευδό-εορταστική η οποία, μόλις ξεθυμάνει, μας αφήνει εμβρόντητους να παραμιλούμε για: τον χρόνο που χάσαμε. Κρίμα δεν είναι; Είμαστε όμηροι σε αυτή την φαύλη ανακύκλωση ενός ουδέτερου και εξουδετερωμένου χρόνου που περιστρέφεται ιλιγγιωδώς γύρω από τον εαυτό του, που επιστρέφει, που επαναφέρει και εγγράφει εκ νέου τον εαυτό του πάνω μας –εις βάρος μας. Η ανθρώπινη ύπαρξη ως ημερολόγιο καταστρώματος, ως κουπαστή, ας πούμε, που έχει γεμίσει χαρακιές / μέρες, που έχει ήδη πριονιστεί και έχει βουλιάξει. Στη δίνη του χρόνου και όχι, βέβαια, σε κάποιο γαλήνιο βυθό –έστω θανάτου. Με άλλα και, ίσως-ίσως, πιο απλά λόγια, είμαστε τα ζόμπι του χρόνου και κάθε μας επίμονη, εναγώνια προσπάθεια να τον προφτάσουμε και, αν είναι δυνατόν, να τον ξεπεράσουμε κιόλας, μας καθιστά ακόμα πιο απέθαντους –άρα: ακόμα λιγότερο ζωντανούς.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα –δηλαδή επίσης αυτά και όχι κάποια άλλα, σχήμα λόγου είναι- να με απασχολούν, τις προηγούμενες ημέρες, Φίλοι και Συγγενείς, καθισμένος σε μιαν αθηναϊκή καφετέρια, είχα μια φαεινή ιδέα γύρω από εμάς και την πολυδιαφημισμένη σχέση μας με το χρόνο. Όπως όλες οι μεγάλες ιδέες, είναι απερίγραπτα κοινότοπη. Αλλά ποιος κρατά λογαριασμό για τις κοινοτοπίες και τις πρωτοτυπίες που ξεστομίζει ο καθένας μας; Όχι εγώ, πάντως. Λοιπόν, ιδού:
Τι θα λέγατε για ένα σταμάτημα;
Συνταρακτική δήλωση. Όχι παίζουμε, όπως λέω πάντα. Πίσω στο θέμα, όμως. Που δεν είναι, πια, μόνο ο χρόνος. Που είναι και το σταμάτημα. Όχι, όμως, το σταμάτημα του χρόνου –αυτό ανήκει στα μυθιστορήματα και, ενίοτε, όχι στα καλύτερα από αυτά. Μιλάω για το δικό μας σταμάτημα, Φίλοι και Συγγενείς. Για τη διακριτική μας αποχώρηση από την κούρσα. Για την αποβίβαση από το πλοίο που βυθίζεται. Για το ένα και μόνο μικρό βήμα που χρειάζεται για να γλιστρήσουμε έξω από το φαύλο κύκλο του ανακυκλωμένου χρόνου. Μιλάω για τη δική μας, αποφασιστική εκ-στατική στάση εντός του αυθεντικού χρόνου –και όχι πια πίσω ή ξοπίσω του. Πρόκειται για την αεικίνητο στάση μας σε έναν αιωνίως παροντικό, μεταμορφωμένο, διευρυμένο και ευρύχωρο χρόνο –σε έναν «κενό» χρόνο. Έτσι μόνο κερδίζονται οι κούρσες με το χρόνο, τη σκιά και τον εαυτό μας. Έτσι μόνο λύεται η ομηρία και γινόμαστε ξανά, πάντα ήδη και για πρώτη-πρώτη φορά αυθεντικά ελεύθεροι. Παύοντας να καταδιώκουμε τον χρόνο. Καταδυόμενοι ήσυχα μέσα του, σταματώντας και αφήνοντάς τον να προπορευτεί και να μας φέρει ό,τι χρειαζόμαστε. Εξηγούμαι.
Το σταμάτημα, Φίλοι και Συγγενείς, δεν είναι μια στιγμιαία ενέργεια ή μια πράξη που αρχίζει και τελειώνει. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο αυτό. Το σταμάτημα, πρωτίστως, είναι ένας τρόπος της ύπαρξης. Κατά τη γνώμη μου, είναι ο μόνος γνήσια οικείος τρόπος να υπάρχουμε. Ο μόνος προσωπικός τρόπος –που ανανεώνεται καθημερινά. Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, είναι αυτή η εκ-στατική στάση εντός του αυθεντικού, προσωπικού χρόνου που συμπυκνώνει τα πάντα στο εδώ και στο τώρα και που μεταμορφώνεται σε πάντοτε, στην αιωνιότητα της κάθε μέρας. Είναι η ανησυχαστικά και ενθουσιαστικά ήσυχη έκστασή μας στην καρδιά του χρόνου καθώς παύει η μετάθεση των πραγμάτων και των συμβάντων σε ένα φανταστικό επέκεινα. Το σταμάτημα, Φίλοι και Συγγενείς, επιτρέπει την εκ νέου διάνοιξη του ορίζοντα των δυνατοτήτων μας, τη διεύρυνση των προοπτικών. Τρέχοντας βιαστικά για να φτάσουμε τον χρονικό ορίζοντα, δεν του επιτρέπουμε να ανοίξει για να μπορέσουμε να τον δούμε. Δεν τον βλέπουμε καν. Γινόμαστε όμηροι της δικής μας αστοχίας. Της αφελούς μας παρόρμησης. Νομίζουμε ότι δεν έχουμε χρόνο.
Αλλά δεν είναι έτσι. Έχουμε. Όπως θα έλεγε κάποιος: μερικές φορές, ο χρόνος είναι το μόνο που έχουμε.
Για να επανέλθω στο σταμάτημα, ό,τι μας προσκομίζει είναι η νηφάλια μέθη της θεωρίας, της θέασης των γεγονότων και των ανθρώπων και των πραγμάτων. Η θεωρία του κόσμου. Ό,τι μας επιτρέπει είναι το αυθεντικό βίωμα της καθημερινής αναφοράς στην πηγή και, τελικά, στην κατάληξη του χρόνου –στην αιωνιότητα. Να που, θέλοντας και μη, προέκυψε και η προέλευση του χρόνου. Γιατί όχι; Έτσι όπως έχει συννεφιάσει έξω, είναι λες και έφτασε ήδη το δειλινό. Λες και νυχτώνει. Νομίζω, λοιπόν, ότι, σταματώντας, ο άνθρωπος εκχερσώνει μιαν περιοχή του χρόνου, ένα πεδίο του χρόνου –το εκκενώνει. Και μέσα εκεί, στην παντεπόπτρια τυφλότητα αυτού του κενού χρονικού σημείου, θεμελιώνεται στο Αιώνιο, θεμελιώνεται στο αθεμελίωτο. Ιδού τα μόνα θεμέλια που δεν θα σκουριάσουν ποτέ, που αντέχουν σε όλους τους καθημερινούς σεισμούς της ύπαρξής μας. Ξαναγεννιέται κανείς εκεί και μεταμορφώνεται. Παύει να αγκομαχά κυνηγώντας τα γεγονότα και εγκαταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια του όντως χρόνου ο οποίος του παρουσιάζει τα γεγονότα, του τα επιστρέφει –του τα προσφέρει. Ησυχάζει μέσα στην πιο συναρπαστική ησυχία, αυτήν που δεν έχουμε ποτέ καταφέρει να επινοήσουμε ή να φανταστούμε. Αυτήν που υπάρχει στο σταμάτημα. Αυτήν που μπορούμε, που είμαστε ελεύθεροι να την κοιτάξουμε, να την βρούμε και να την οικειοποιηθούμε. Έτσι κι αλλιώς, είναι η μόνη που μας είναι όντως οικεία –αντίθετα με ό,τι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε. Αντίθετα με ό,τι έχουμε συνηθίσει, γενικά.
Για να μην παρεξηγηθώ, επιτρέψτε μου ακόμα να επισημάνω ότι το σταμάτημα δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, αδράνεια ή απραξία –κάθε άλλο! Είναι η όντως δράση καθώς, όσο σερνόμαστε πίσω από τον χρόνο που νομίζουμε ότι χάνεται, δεν κάνουμε παρά να αντιδρούμε και, μάλιστα, να αντιδρούμε σπασμωδικά. Φίλοι και Συγγενείς, ας σκεφτούμε τις λέξεις: βιαζόμαστε. Προσπερνώντας –για ευνόητους λόγους- τις όποιες πιθανές διαστροφές, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να αρέσκεται πραγματικά στο να τον βιάζουν, έτσι δεν είναι; Πάμε παρακάτω. Το σταμάτημα δεν σημαίνει, επίσης, ούτε την όποια συμφιλίωση της κυρίας Τάδε με τις ρυτίδες της. Δεν σημαίνει την καλοκαιρινή άδεια του υπαλλήλου Δείνα απ’ το γραφείο για να ξεγελάσει τον χρόνο και να δει τα παιδιά του ή τη γυναίκα του. Το σταμάτημα, Φίλοι και Συγγενείς, δεν είναι διακοπή, παρένθεση ή ανάπαυλα.
Το σταμάτημα είναι η εγκατάστασή μας σε ένα κενό σημείο του χρόνου εντός του οποίου μπορούμε να ανασάνουμε και να δούμε και να ακούσουμε. Εντός του οποίου μπορούμε να ακουστούμε. Εντός του οποίου, κυρίως, μπορούμε να συναντηθούμε πραγματικά με τους άλλους. Το σταμάτημα επιτρέπει, τελικά, την αποκατάσταση, τη γνήσια αποκατάσταση της συνέχειας του χρόνου. Καταργεί την αποσπασματικότητα και τον κατακερματισμό μιας πολλαπλότητας στιγμών, μεταστοιχειώνει το αύριο σε ένα διαρκές εδώ και τώρα και μας απαλλάσσει από την αναμονή, την προσμονή και την ανυπομονησία. Μας μαθαίνει την υπομονή –που, από μια άποψη, είναι και το άλλο όνομα που έχω κατά νου για το σταμάτημα. Μας υπενθυμίζει και μας αναθέτει την ευθύνη. Μας επιτρέπει την σκέψη. Μας αφαιρεί τα άλλοθι.
Το ηθικό δίδαγμα, Φίλοι και Συγγενείς, είναι ότι έχουμε χρόνο. 2009 –είναι τρομακτικό νούμερο! Είναι τεράστιο νούμερο. Μην γελιόμαστε, έχουμε όλο το χρόνο που χρειαζόμαστε. Αρκεί να σταματήσουμε να τον κυνηγάμε και, μοιραία, να τον χάνουμε. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, επιβάλλεται το σταμάτημα. Η άφεσή μας, η εγκατάλειψή μας με εμπιστοσύνη στον χρόνο. Με εμπιστοσύνη στην ύπαρξη. Στη ζωή. Κι έπειτα, είναι και το άλλο: 2009 χρόνια με τις σταθερές μας αξίες. Από τη Ρώμη ως την Παλαιστίνη και πάει λέγοντας. 2009 χρόνια επιτυχίες. Ας το παραδεχτούμε. Κάποια στιγμή, ακόμα κι εμείς οι ζηλωτές της αναζήτησης του μελλοντικά πάντα ήδη χαμένου χρόνου, πρέπει να βαρεθούμε. Πρέπει να σταματήσουμε. Να πιούμε ένα τσάι. Ή έναν καφέ –δεν θα μαλώσουμε γι’ αυτό. Αρκεί να σταματήσουμε. Να κουβεντιάσουμε. Να σκεφτούμε. Να συναντηθούμε. Αρκεί να μην το κατά-διώξουμε κακήν κακώς το 2009 και να συνειδητοποιήσουμε ότι το χάσαμε μόλις μεταλλαχτεί σε 2010. Βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς τις γνωστές και σταθερές βόμβες, θα πει ότι δεν αρχίσαμε καθόλου καλά –και θα έχει δίκιο.
Αλλά υπάρχει ελπίδα. Πάει μαζί με τον χρόνο. Με τον αυθεντικό χρόνο. Αναδύεται με το σταμάτημα. Όχι ως παραμύθι και αμέριμνη παρηγοριά. Παρά ως υπαρξιακή συνθήκη -μια μεγάλη ιστορία που δεν ανήκει σ' αυτή την καταχώρηση.
Στην οποία, Φίλοι και Συγγενείς, ομολογουμένως απρόθυμα, λέω να βάλω μια τελεία. Θα βρούμε χρόνο για περισσότερη φλυαρία μιαν άλλη φορά. Πάντα θα βρίσκουμε.

Υ.Γ. Παρεμπιπτόντως: όποιος κατάλαβε ότι η σημερινή καταχώρηση αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα στην καταχώρηση για το Τυφλό Σημείο Χ δεν κερδίζει, δυστυχώς, ένα δωρεάν σταμάτημα αλλά την βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου –τι να κάνουμε; Ο καθένας δίνει ό,τι διαθέτει και ό,τι μπορεί.