Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ο Θάνατος Είναι Προσωπική Υπόθεση

Τελικά, δεν τρομάζει κανείς, αδερφέ.
Πάντα πίστευα ότι αν είχαμε μιαν ελπίδα να νικήσουμε τον φόβο θα χρειαζόταν προηγουμένως να τρομάξουμε και να θελήσουμε την ελευθερία.
Αλλά δεν τρομάζει κανείς.
Χιλιετίες φρίκης, αργός συσσωρευμένος θάνατος, συντρίμμια και ερείπια, θυσίες, φόνοι, αποκεφαλισμοί, βασανιστήρια, ξεκοιλιασμένα πτώματα, τσιμπούσι όρνιων, στοιχειωμένες κραυγές, εκτοπισμοί και απώλεια, απέραντη παγκόσμια ερημιά και απουσία, θέατρο πεινασμένων κανιβάλων, σερβιρισμένα κορμιά και ματωμένα σαγόνια, ανθρωποφαγία και λαγνεία νεκροταφείου, έρωτες φτήνιας και σαχλά ρομάντζα, χαζό ανύπαρκτο χιούμορ, μελοδράματα και στείρα δράματα, μιζέρια και ηλίθια μελαγχολία, εξυπνάκηδες χαλαροί ευγενείς, υπερήλικες έφηβοι, σκυλιά έρμαια κομμάτων, ιδεών, εκκλησιών κρεοπωλείων, μαύροι και κόκκινοι μακελάρηδες, διεκδικητές διαδηλωτές υπερασπιστές, στημένες φάρσες, μασκαρεμένη χαρά σε ένα σαλόνι κυριών, ψυχολογικές κορδέλες, βαρύγδουπες κενές φανφάρες, άγονη άνυδρη γη, χέρια λεπίδες, βιτριολικά βλέμματα, αναιδής αδιατάρακτη ψυχραιμία, γέλια γκριμάτσες βλακείας, ηλεκτρονικά ανδρείκελα, ψηφία, αριθμοί, λέξεις αυτόχειρες, συλλογικός αυνανισμός οργιώδης, ανόητος, ροζ συννεφάκια και λουλούδια πλαστικά, φιλανθρωπία συρμού, φιλιά σκονάκια τηλεοπτικά, γιορτή που ψεύτισε, ξέφτισε, ξεγελασμένη συνάντηση, συναγωγή παγίδα, ένα γαϊτανάκι από ψεύτες και τώρα ανοίγει η ροζ σαμπάνια να ανάψουν τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα –
Μια μαζική αυτοκτονία να ξορκίσουμε τη μοναξιά μας.
Τι αποτυχημένα πειράματα, τι χαραμισμένες δυνατότητες που είμαστε, αδερφέ.
Και δεν τρομάζει κανένας.
Δεν ξέρουμε πόσο αδίσταχτοι πουριτανοί είμαστε, πόσο αμείλικτοι ιεροεξεταστές.
Ζήσαμε πάντα μόνο μόνοι καταβροχθίζοντας ο ένας τον άλλο και τώρα γεράσαμε και γελώντας χαζά συναντιόμαστε να αυτοκτονήσουμε όλοι μαζί γιατί είναι άβολο να πεθαίνεις και θέλουμε λίγη πρόχειρη άψυχη συντροφιά για να μην χάσουμε ούτε στιγμή την αυταπάτη και το ψέμα μας, ούτε καν την τελευταία στιγμή.
Αλλά ο θάνατος είναι προσωπική υπόθεση.
Αλλά η μοναξιά δεν είναι συννεφένια γκόμενα, είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα και νούμερο γερμανικό για τους φαντάρους –θεσπέσια τρελή, τρύπια και μόνη, η Γώγου θα αυτοκτονούσε πάλι λίγο πιο όμορφα από αυτό που πάμε να κάνουμε, λίγο πιο αυθεντικά από αυτό που ήδη κάνουμε.
Έχω έναν τάφο πρόχειρο στα ερείπια και λέω να φεύγω και να μείνω εκεί, να εξαπολύσω τον τρελό μου καμπούρη με ένα χέρι νευρόσπαστο και φαλλικό να πηδήξει το χάος, να φέρει ένα καρναβάλι του Λόγου που δεν φανταστήκαμε στα αστεία, πουριτανικά ξετσίπωτα καλοστημένα όνειρά μας, να προσκομίσει ένα ζωντανό πανηγύρι του ξυπόλητου σταυρωμένου καρνάβαλου που επιστρέφει αναστημένος και μόνος με όλους μαζί τους ζωντανούς να κρατά ανοιχτή τη γιορτή, να κρατά ακόμα ανοιγμένο το θαύμα, το θαύμα –
Όχι αυτή τη σαχλαμάρα, όχι αυτή τη μαζική αυτοκτονία των άφοβων και των ατρόμητων και των γενναίων.
Έχω έναν τάφο ήδη σκαμμένο που περιμένει μαζί με τους δειλούς και με τους τρομαγμένους και σκέφτομαι σιγά-σιγά να πηγαίνω, ένα ρεβόλβερ παλιό θα μου ανοίξει τα βλέφαρα, το κοράκι με το σπασμένο φτερό θα πετάξει πάνω από τα μνήματα και θα θροΐσει ο ευκάλυπτος και το κυπαρίσσι γιατί στον τόπο μου μπορούν και θροΐζουν τα κυπαρίσσια με τις ανάσες των νεκρών και τις καρδιές τους στα κλαδιά κυπαρισσόμηλα.
Υπάρχει ακόμα κάπου αυτή η γιορτή που ζητήσαμε, αδερφέ, το υπόσχομαι ότι υπάρχει αλλά τώρα ίσως έμεινε ο τάφος, τώρα που γκρέμισαν τα είδωλα και οι βασιλιάδες γυμνοί παρελαύνουν ακόμα και οι άφοβοι υπήκοοι επιμένουν και χειροκροτούν και γιορτάζουν ανόητα αυτή την άνοστη φάρσα που οι ψεύτες την είπαμε ζωή –έμεινε ο τάφος να γυρίσουμε σπίτι μας.
Ο θάνατος είναι προσωπική υπόθεση. Θα βρεθούμε ξανά όταν από τις κάσες των νεκρών θα πεταχτούν αληθινά λουλούδια.
Πρώτη των Χαιρετισμών χθες, γυναικείος ψαλμός, την πάσαν ελπίδαν μου εις Σε ανατίθημι –τι πρελούδιο θρήνου, τι προοίμιο τάφου.
Τι προσδοκία μιας ανάστασης.
Θα βρεθούμε την άνοιξη καθώς θα ξεπετάγονται από τα φέρετρα λουλούδια.
Σκόνη και άδεια σύννεφα και ίσως είναι καιρός να κατεβάσω τα ρολά σ’ αυτό τον όροφο γιατί θα με ρωτήσει η άνοιξη τι κάναμε και δεν ξέρω να πω την αλήθεια και φοβάμαι να πω πώς και πόσο πεθάναμε.
Πώς και πόσους σκοτώσαμε.
Και δεν τρομάξαμε.
Ούτε ένας.