Φυσικά, Φίλοι και Συγγενείς, φυσικά και σημαίνει ακριβώς αυτό! Και πολλά άλλα.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς για τις χαραμισμένες δυνατότητες, για την απουσία που καλλιέργησες, για την έρημο που πολλαπλασίασες, για το κακόγουστο είδωλο που υποκατέστησε το πρόσωπό σου, για την ασφάλεια της αλαζονικής κακομοιριάς που προκρίθηκε αντί για το δόσιμο στην πιο ριψοκίνδυνη ελευθερία να υπάρχεις αληθινά, να υπάρχεις σε αληθινή κοινωνία με τον άλλο.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς έτσι δημιουργικά, να πάσχεις κάθε μέρα το πένθος για όλο αυτό τον θάνατο του κόσμου, για την εγκατάλειψη και τον χωρισμό, τις αλλεπάλληλες ήττες, για την Ιστορία της ανθρωπότητας, για τη φτήνια και το ψεύτισμα της αγάπης, για την βαρετή, άνοστη τσόντα που βαφτίσαμε έρωτα, γι’ αυτή την τέλεια ανισορροπία όπου βυθιστήκαμε επειδή φοβηθήκαμε τη σχοινοβασία στην άβυσσο δίχως κανένα ψεύτικο δίχτυ ασφάλειας.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς για όλο αυτό τον φόβο που νομίσαμε ότι ξορκίζεται στην έχθρα και τη σύγκρουση, για όλο αυτό τον φόβο που μας έσπρωξε στο απόρθητο κάστρο του εγώ και των πολλών, στην ηθικολογία, την αξιολόγηση, την αισθητική και την ιδεολογία, για όλες αυτές τις εξωφρενικές ανοησίες που συσσωρεύτηκαν βουνό πάνω από τα κεφάλια μας και δεν μας αφήνουν να δούμε λίγο φως –κανένα φως.
Λογοτεχνία σημαίνει να πενθείς με πλήρη, αδίσταχτη επίγνωση για την προσωπική σου απουσία από αυτό εδώ το ζωντανό παρόν. Να πενθείς για τον θάνατό σου. Να πενθείς για την ατομική και συλλογική ιδιωτεία σου.
Κι έτσι πένθιμα, η λογοτεχνία σε μαθαίνει να σκάβεις μέσα σε όλα τα χαλάσματα των εποχών σου, όλων των εποχών του ανθρώπου. Λογοτεχνία σημαίνει πένθιμα να σκάβεις στα ερείπια αναζητώντας λίγη πραγματικότητα.
Γράφω σημαίνει σκάβω, σημαίνει γίνομαι τυφλοπόντικας και έχω τα μάτια στις σπασμένες πατούσες, στις άκρες των δαχτύλων και ψηλαφίζω κάθε μέρα τα ονόματα, τα ονόματα των ανθρώπων, αυτό που είμαστε και αυτό που ακόμα δεν έχουμε γίνει. Γράφω σημαίνει βαφτίζομαι ξανά μέσα στο θάνατο, μέσα στην καρδιά του θανάτου, σκύβω πλάι στα στόματα των νεκρών και γράφω με την ανάσα τους, ζωοποιούμαι εξαρχής με την ανάσα τους, μεταμορφώνομαι και αναποδογυρίζομαι, αυτό-ανατρέπομαι. Γράφω σημαίνει βαδίζω ανάποδα, με το κεφάλι κάτω, με το κεφάλι στην πρώτη ύλη, στη γη και το χώμα και το αίμα του κόσμου, περπατώ αντεστραμμένος και έχω τον ουρανό μιαν άβυσσο κάτω από τα πόδια μου, άλμα θανάτου και άλμα πίστης, ίδιο και ανόμοιο, περπατησιά με το κεφάλι κάτω, έτσι γράφεται η λογοτεχνία, έτσι μόνο μπορεί να πενθεί.
Έτσι γίνεται το πένθος επίκληση, αδίσταχτη, ψιθυριστή, παράφορα επίμονη και υπομονετική, αδιάλειπτη, μια πένθιμη επίκληση νόστου, επίκληση επιστροφής, επίκληση του Λόγου να γίνει σάρκα, να γίνει πάλι σάρκα, αυτό που έγινε μια και μοναδική φορά –προχθές, ναι- θα γίνει πάλι, θα γίνεται πάντα όσο το επικαλείται η λογοτεχνία και η λογοτεχνία αυτό ακριβώς έχει να κάνει και τίποτα άλλο, αυτό είναι το έργο της, αυτός είναι ο αληθινός της εαυτός –η πένθιμη επίκληση του Λόγου να ενσαρκωθεί στον άνθρωπο και να τον κάνει αυτό που είναι, άνθρωπος-λόγος, άνθρωπος-λόγος αγάπης.
Η λογοτεχνία δεν περιγράφει, δεν αναλύει, δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν αναπαριστά, δεν παρουσιάζει, δεν αναφέρει, δεν νοιάζεται για τις σκέψεις και τις ιδέες, δεν νοιάζεται γι’ αυτό που σκέφτονται οι άλλοι γιατί νοιάζεται για τους άλλους. Δεν διδάσκει, δεν νουθετεί, δεν ηθικολογεί, δεν εκφράζει συναισθήματα, δεν αισθηματολογεί, δεν αερολογεί και δεν κομπορρημονεί.
Η λογοτεχνία μιλά σωστά –λαλεί ορθώς. Δεν είναι ορθολογική ή παράλογη. Αλλά μιλά. Μιλά τον ορθό Λόγο. Μιλά τον ζωντανό Λόγο, τη ζωντανή γραφή. Μιλά, αρθρώνει τον λόγο του πνεύματος, της σάρκας και της καρδιάς. Τον λόγο της ζωής.
Την Αγάπη.
Η λογοτεχνία συγγραφεί μετ’ έρωτος το πρόσωπο του ανθρώπου και εκεί επιστρέφουμε, μέσα στη λέξη του νόστου, στη λέξη όπου παίζεται η μοίρα του ανθρώπου, εκεί κατοικούμε, εκεί συναντιόμαστε με τον εαυτό μας και με τον άλλο. Η λογοτεχνία είναι συνάντηση προσώπων, επιστροφή, ο τρόπος να βρούμε ξανά τα χαμένα αγαπημένα μας πρόσωπα, να φτάσουμε εγκαίρως στη γιορτή και επειδή υπάρχει η λογοτεχνία πάντα, πάντα είναι εγκαίρως σε αυτό τον κόσμο για να ζήσουμε αληθινά μαζί, σε αληθινή κοινωνία, για να φάμε και να πιούμε αυτό τον χειροπιαστό Λόγο, αυτές τις λέξεις που είναι σώμα και αίμα και που τις φέρνει η λογοτεχνία, τις επικαλείται, μας συνεπαίρνει και μας συνεφέρνει μέσα σε αυτές να κοινωνήσουμε, να κοινωνήσουμε ο ένας στο μέγα μυστήριο του άλλου, του απώτατου και του εγγύτατου άλλου, του τελείως ίδιου και ανόμοιου –πάντα είναι εγκαίρως για όσο θα γράφεται λογοτεχνία, για όσο θα υπάρχει η αφήγηση.
Είμαστε λογοτεχνία.
Είμαστε άνθρωποι-λόγοι. Όχι ακόμα. Αλλά πάντα ήδη. Θα ζήσουμε, Φίλοι και Συγγενείς. Το υπόσχομαι ότι θα ζήσουμε περπατώντας ανάποδα –από το θάνατο στη ζωή. Κάθε μέρα.
Αυτή είναι η αστραπή και το θάμβος μας, η μυστική βροντή που ξανανάβει τις στάχτες, η πένθιμη επίκληση της λογοτεχνίας να έρθει και να ζήσει εντός μας ο Λόγος, να δούμε, επιτέλους, ο ένας τον άλλο έτσι όπως όντως είμαστε.
Και τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά που σημαίνει η λογοτεχνία;
Για παράδειγμα: να πλένεις τα πιάτα. Χμ. Κι όμως.
Φυσικά και σημαίνει να πλένεις τα πιάτα! Γελάτε, Φίλοι και Συγγενείς; Ακριβώς –η λογοτεχνία πενθεί για να μπορούμε εμείς ακόμα να γελάμε, για να μπορούμε ακόμα να χαιρόμαστε. Δεν μοιράζεται η λύπη της, δεν διαφημίζεται, δεν διαιρείται. Η χαρά –αυτή κοινωνείται. Αυτή είναι η κοινωνία.
Λογοτεχνία σημαίνει ζωή στο πολλαπλάσιο (Κέρτες)
Αλλά δεν χρειάζονται μαθηματικές πράξεις. Δεν χρειάζεται κανένας πολλαπλασιασμός.
Λογοτεχνία σημαίνει ζωή στο ακέραιο.
Λογοτεχνία σημαίνει να πλένεις τα πιάτα επειδή νοιάζεσαι, επειδή δεν θέλεις να αφήσεις τον άλλο -κατά προτίμηση τη γυναίκα της ζωής σου αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση- να το κάνει. Τόσο απλά –για ποιο μυστήριο νόμισες ότι μιλούσα; Μην σκέφτεται ανοιγμένους ουρανούς, επιφοιτήσεις, σημεία και τέρατα. Η λογοτεχνία δεν ασχολείται με ταχυδακτυλουργικά τρικ.
Σκέψου το Θαύμα.
Το μέγα θαύμα αυτού του καθημερινού νοικοκυριού, ας πούμε. Αυτό το νοιάξιμο –τι λέξη!- είναι η λογοτεχνία. Δεν μας μαθαίνει τρόπους συμπεριφοράς, δεν είναι τσελεμεντές για επιτυχημένη ζωή, ευτυχία, κόκκινες καρδούλες και κορδέλες και τα παρόμοια.
Λογοτεχνία είναι τρόπος να υπάρχεις, τρόπος να είσαι στο καθ’ ημέρα βίωμά σου. Να είσαι όλος -νους, καρδιά, σώμα- σε ό,τι κάνεις (παραφράζοντας Pessoa).
Η καρδιά της δεν είναι κόκκινη και χάρτινη και δεν κρύβει σοκολάτες, είναι σάρκινη και αιμάτινη και καίγεται, αναφλέγεται διαρκώς και μαγνητίζει σώμα και πνεύμα και ολοκληρώνει τον άνθρωπο, τον φέρνει όλο στην καρδιά, στην έδρα του είναι του και εκεί, εκεί ακριβώς γράφεται η Λέξη, εκεί γράφεται η λογοτεχνία του νόστου, της πιο μεγάλη επιστροφής, από εκεί εκφέρεται, με το στόμα της καρδιάς, το μέγα σύνθημα που καταστρέφει τα τείχη –
Schibboleth! (Celan)
Και βέβαια, Φίλοι και Συγγενείς, η λογοτεχνία δεν είναι εκφορά λόγου, δεν προφέρονται οι λέξεις της, δεν εκφωνούνται.
Η λογοτεχνία είναι ο Λόγος που προσφέρεται για να κοινωνηθεί, για να χορτάσει την άπειρη πείνα του ανθρώπου για Ζωή, η λογοτεχνία προσφέρεται για να ζήσει ο κόσμος. Η λογοτεχνία λογοδοτεί μέσα στη σιωπηλότητα της πένθιμης επίκλησής της και μας αφήνει να υπάρχουμε, μας ελευθερώνει να υπάρχουμε επιστρέφοντας ο ένας στον άλλο.
Η λογοτεχνία είναι προσευχή για όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Ο Λόγος έγινε σάρκα.
Στο υπόσχομαι ότι θα ζήσουμε.
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009
Νόστιμα Έργα
Έτσι επιστρέφουμε, Φίλοι και Συγγενείς. Έτσι ίσως μπορούμε μόνο να επιστρέφουμε συνέχεια.
Ως έργα.
Και όχι ως εργάτες –
Χειμέριοι και ασπρόμαυροι, ερμητικοί, εγκαταλειμμένοι στην απουσία αυτής της στολισμένης με λαμπιόνια ερημιάς. Αποκλεισμένοι, απορριμμένοι εθελοντές στην παρατεταμένη εξορία ενός ανόητου κάποτε, δοσμένοι φανατικά στην υπηρεσία μιας απουσίας αδιάκοπης, ασυνεχούς. Κατακερματισμένοι όπως τα κουρελιασμένα προσωπεία της παραμόρφωσης, άμορφα όπως θροΐζουν τα δερμάτινα φύλλα στα κρανία μας –η φρίκη του άσαρκου, το ερωτικό αλυσιτελές του άσαρκου υπέρ-κόσμου μας, του φασματικού σύμπαντός μας. Ανέγγιχτοι από τη ζωή, αμέθυστα πέτρινοι δίχως αξία άλλη από της συναλλαγής και της μεταπρατικής ευστροφίας μας, αποίητοι, θωρακισμένοι και στείροι.
Ανεπίδοτοι, αφηρημένοι οργασμοί. Στρατιές από τέρατα τέκνα. Ένα τεράστιο μαγεμένο μηδέν που μας έπεισε ότι είναι το σπίτι και η πατρίδα, ο νόστος μας, ο τόπος που μπορεί να κατοικηθεί πάντα μόνο από έναν, χωρίς τον άλλο, χωρίς κανένα πρόσωπο, χωρίς εσένα. Αποκριάτικη φάρσα.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους καρνάβαλους. Μπλεγμένους φιτίλια, τιναγμένους στα σύννεφα, κάτι αέρινα κομφετί από πολύχρωμο καπνό, κάτι αστραπές που δεν διαπραγματεύονται τον εαυτό τους, δεν τον διαχειρίζονται, δεν τον επινοούν –μα τον προσφέρουν άνευ όρων. Τον δίνουν. Τον σαρκώνουν στο φως και στο λόγο τους, η ουρά ενός παγκόσμιου χαρταετού φτιαγμένη από τσαλακωμένες λέξεις, κεντημένο με γράμματα ένα αράχνινο διάστημα να χορέψεις με οχτώ ανείδωτα πόδια, να ζαλιστείς και να ησυχάσεις με μάτια κλειστά που μαθαίνουν να βλέπουν. Η ιπτάμενη βόλτα ενός έργου που συντίθεται συνέχεια, κάθε μέρα, μια μεθυσμένη αστραπή, ερωτευμένη και ντυμένη με ανθρώπινη σάρκα, μαρτυρία γυμνή στην άκρη του όρους, σε μια σπηλιά, στις οπές της γης, η συνουσία του φωτός και της λάσπης, ο οργασμός της πνοής και του χώματος.
Η δημιουργία. Η παρουσία. Η επιστροφή στο παρόν. Η επιστροφή στην ύπαρξή μας.
Επιστροφή πάντα μόνο σε εσένα.
Ο γνήσιος νόστος μας, η απομάγευση του μηδενός. Τσακισμένα τα τέρατα, προσωπεία-κουκούλια που απ’ το φλοιό τους βλασταίνουν τα πρόσωπα, ανοιξιάτικοι και ανοιγμένοι, όλοι εμείς, περιπατητικοί μιμητές των καρνάβαλων που τινάζονται και τινάζονται, ψιθυριστές της σιωπής που καταργεί τη Βαβέλ, κομιστές της γραπτής μας σιωπής που δικαιώνει τα χείλη να φιλούν, τα μάτια να υποδέχονται, τα πρόσωπα να φιλοξενούν, τα σώματα να συναντούν και να εκρήγνυνται ήχοι και χρώματα. Νόστιμοι όλοι σε μια ημέρα που δεν τελειώνει ποτέ. Η Πεντηκοστή που επιστρέφει με πόδια λιγωμένης αράχνης, φλόγες πάνω από τα κρανία μας και μέσα σ’ αυτά, οι γλώσσες της αστραπής, η αποκατεστημένη ομιλία, επιτέλους η γλώσσα που λύθηκε, ο λυγμός της ένα αιθέριο τελικό τραύλισμα και μετά όλα τα παλιά τραγούδια τραγουδισμένα από την αρχή, τραγουδισμένα από την καρδιά.
Στην καρδιά. Στην πατρίδα, στο σπίτι μας. Σ’ εκείνη τη γιορτή που λέγαμε, που δεν άρχισε και που δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή.
Έργα των έργων των καρνάβαλων, έργα των έργων μας, έργα του Λόγου. Έτσι επιστρέφουμε, σιωπηλοί, σκυμμένοι στις λέξεις, αφημένοι εκεί, παραδομένοι, δοσμένοι στα έργα που μας δημιουργούν και μας γεννούν και που μας γίνονται –χειρονομία λυτρωτική, μεταμορφωτική της εξορίας που γίνεται οίκος και βασιλεία εντός μας, μεταμορφωτική του μηδενός που ακυρώνεται, της απουσίας που καταργείται, τελειώνει, εξανεμίζεται καθώς έρχεσαι. Ελεύθερα έργα, ριγμένα στο χώμα και στο διάστημα, αστροναύτες περιπατητές στο γαλαξία του άλλου προσώπου, επισκέπτες στο συμπάν του άλλου –
Στο σύμπαν σου, στο σύμπαν που είσαι, στο σύμπαν που σε είναι.
Έτσι μόνο ίσως επιστρέφουμε. Έτσι μόνο γεννιόμαστε. Η γέννησή μας –καμιά προϋπόθεση για κανέναν θάνατο, Φίλοι και Συγγενείς.
Η γέννα: προϋπόθεση μόνο της Ανάστασης. Προϋπόθεση της Αγάπης. Λυτρωτικά παράδοξη, η γέννα: έργο της Αγάπης.
Να γεννήσουμε τους γονείς μας, να γεννήσουμε τον Θεό. Για να γεννηθούμε. Για να γίνουμε.
Για να γινόμαστε.
Έργα πάντα των έργων μας. Έργα νόστιμα.
Ως έργα.
Και όχι ως εργάτες –
Χειμέριοι και ασπρόμαυροι, ερμητικοί, εγκαταλειμμένοι στην απουσία αυτής της στολισμένης με λαμπιόνια ερημιάς. Αποκλεισμένοι, απορριμμένοι εθελοντές στην παρατεταμένη εξορία ενός ανόητου κάποτε, δοσμένοι φανατικά στην υπηρεσία μιας απουσίας αδιάκοπης, ασυνεχούς. Κατακερματισμένοι όπως τα κουρελιασμένα προσωπεία της παραμόρφωσης, άμορφα όπως θροΐζουν τα δερμάτινα φύλλα στα κρανία μας –η φρίκη του άσαρκου, το ερωτικό αλυσιτελές του άσαρκου υπέρ-κόσμου μας, του φασματικού σύμπαντός μας. Ανέγγιχτοι από τη ζωή, αμέθυστα πέτρινοι δίχως αξία άλλη από της συναλλαγής και της μεταπρατικής ευστροφίας μας, αποίητοι, θωρακισμένοι και στείροι.
Ανεπίδοτοι, αφηρημένοι οργασμοί. Στρατιές από τέρατα τέκνα. Ένα τεράστιο μαγεμένο μηδέν που μας έπεισε ότι είναι το σπίτι και η πατρίδα, ο νόστος μας, ο τόπος που μπορεί να κατοικηθεί πάντα μόνο από έναν, χωρίς τον άλλο, χωρίς κανένα πρόσωπο, χωρίς εσένα. Αποκριάτικη φάρσα.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους καρνάβαλους. Μπλεγμένους φιτίλια, τιναγμένους στα σύννεφα, κάτι αέρινα κομφετί από πολύχρωμο καπνό, κάτι αστραπές που δεν διαπραγματεύονται τον εαυτό τους, δεν τον διαχειρίζονται, δεν τον επινοούν –μα τον προσφέρουν άνευ όρων. Τον δίνουν. Τον σαρκώνουν στο φως και στο λόγο τους, η ουρά ενός παγκόσμιου χαρταετού φτιαγμένη από τσαλακωμένες λέξεις, κεντημένο με γράμματα ένα αράχνινο διάστημα να χορέψεις με οχτώ ανείδωτα πόδια, να ζαλιστείς και να ησυχάσεις με μάτια κλειστά που μαθαίνουν να βλέπουν. Η ιπτάμενη βόλτα ενός έργου που συντίθεται συνέχεια, κάθε μέρα, μια μεθυσμένη αστραπή, ερωτευμένη και ντυμένη με ανθρώπινη σάρκα, μαρτυρία γυμνή στην άκρη του όρους, σε μια σπηλιά, στις οπές της γης, η συνουσία του φωτός και της λάσπης, ο οργασμός της πνοής και του χώματος.
Η δημιουργία. Η παρουσία. Η επιστροφή στο παρόν. Η επιστροφή στην ύπαρξή μας.
Επιστροφή πάντα μόνο σε εσένα.
Ο γνήσιος νόστος μας, η απομάγευση του μηδενός. Τσακισμένα τα τέρατα, προσωπεία-κουκούλια που απ’ το φλοιό τους βλασταίνουν τα πρόσωπα, ανοιξιάτικοι και ανοιγμένοι, όλοι εμείς, περιπατητικοί μιμητές των καρνάβαλων που τινάζονται και τινάζονται, ψιθυριστές της σιωπής που καταργεί τη Βαβέλ, κομιστές της γραπτής μας σιωπής που δικαιώνει τα χείλη να φιλούν, τα μάτια να υποδέχονται, τα πρόσωπα να φιλοξενούν, τα σώματα να συναντούν και να εκρήγνυνται ήχοι και χρώματα. Νόστιμοι όλοι σε μια ημέρα που δεν τελειώνει ποτέ. Η Πεντηκοστή που επιστρέφει με πόδια λιγωμένης αράχνης, φλόγες πάνω από τα κρανία μας και μέσα σ’ αυτά, οι γλώσσες της αστραπής, η αποκατεστημένη ομιλία, επιτέλους η γλώσσα που λύθηκε, ο λυγμός της ένα αιθέριο τελικό τραύλισμα και μετά όλα τα παλιά τραγούδια τραγουδισμένα από την αρχή, τραγουδισμένα από την καρδιά.
Στην καρδιά. Στην πατρίδα, στο σπίτι μας. Σ’ εκείνη τη γιορτή που λέγαμε, που δεν άρχισε και που δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή.
Έργα των έργων των καρνάβαλων, έργα των έργων μας, έργα του Λόγου. Έτσι επιστρέφουμε, σιωπηλοί, σκυμμένοι στις λέξεις, αφημένοι εκεί, παραδομένοι, δοσμένοι στα έργα που μας δημιουργούν και μας γεννούν και που μας γίνονται –χειρονομία λυτρωτική, μεταμορφωτική της εξορίας που γίνεται οίκος και βασιλεία εντός μας, μεταμορφωτική του μηδενός που ακυρώνεται, της απουσίας που καταργείται, τελειώνει, εξανεμίζεται καθώς έρχεσαι. Ελεύθερα έργα, ριγμένα στο χώμα και στο διάστημα, αστροναύτες περιπατητές στο γαλαξία του άλλου προσώπου, επισκέπτες στο συμπάν του άλλου –
Στο σύμπαν σου, στο σύμπαν που είσαι, στο σύμπαν που σε είναι.
Έτσι μόνο ίσως επιστρέφουμε. Έτσι μόνο γεννιόμαστε. Η γέννησή μας –καμιά προϋπόθεση για κανέναν θάνατο, Φίλοι και Συγγενείς.
Η γέννα: προϋπόθεση μόνο της Ανάστασης. Προϋπόθεση της Αγάπης. Λυτρωτικά παράδοξη, η γέννα: έργο της Αγάπης.
Να γεννήσουμε τους γονείς μας, να γεννήσουμε τον Θεό. Για να γεννηθούμε. Για να γίνουμε.
Για να γινόμαστε.
Έργα πάντα των έργων μας. Έργα νόστιμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)