Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Ο Επίμονος Καντηλανάφτης

Όχι εγώ –μα πού πήγε ο νους σας, Φίλοι και Συγγενείς; Όχι εγώ –κάποιος άλλος. Κάποιος καλύτερος. Κάποιος που ξέρει καλύτερα να κάνει αυτήν ακριβώς την δουλειά: να ανάβει το καντήλι ή, για να το πω πολύ πιο σωστά, για να το πω έτσι όπως όντως είναι:
Να κρατά το καντήλι αναμμένο συνέχεια.
Πάνω στους τάφους, πάνω από τους τάφους, πάνω απ’ τα μνήματα, σε μιαν άδεια, απέραντη έκταση, θλιμμένη, σπαρμένη με κυπαρίσσια και με μάρμαρα. Μόνος, μόνο μόνος, να κρατά το καντήλι αναμμένο, σκυμμένος πάνω από ένα παλιό πήλινο δοχείο, ίσως και με λίγα λουλούδια παράμερα, κατσιασμένα, τσακισμένα λουλούδια –αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει. Είναι ζωντανά τα λουλούδια γιατί αλλιώς δεν θα ήταν λουλούδια αλλά κάτι άλλο, κάτι ήδη νεκρό. Τα λουλούδια είναι όσο είναι ζωντανά.
Μετά δεν είναι τίποτα –έτσι, δεν έχει σημασία.
Κάποιος επίμονος, λοιπόν, κάποιος μόνος μέσα στην πιο μεγάλη νύχτα του κόσμου, σκυμμένος, καθισμένος στο έδαφος, πάνω από το καντήλι, σιωπηλός, ψιθυριστής στη σιωπηλότητα της παγκόσμιας νύχτας, της παγκόσμιας έρημης χώρας –στη σιωπηλότητα του έρημου χρόνου. Μόνος μόνο με τον χρόνο και την έρημο, στα μνήματα, καθισμένος στη μνήμη, εγκατεστημένος στη μνήμη του Άλλου, στην επίμονη μνήμη που επιστρέφει –του Θανάτου.
Πάει να πει: της Ζωής.
Ο επίμονος καντηλανάφτης, με τα φιτίλια και το λάδι που δεν θα στερέψει ποτέ, με ένα μαγικό σπιρτόκουτο που δεν αδειάζει, που δεν θα αδειάσει γιατί είναι φτιαγμένο και φερμένο από κάπου πολύ αλλού, από κάπου τελείως αλλού, από μιαν άλλη, ένυδρη, ολοζώντανη χώρα –αυθεντική. Καθισμένος στα μνήματα ή σ’ ένα καλύβι που στάζει, ετοιμόρροπο και όμως ανθεκτικό, ένα καλύβι που το φυσάει ο λύκος εδώ και αιώνες και αυτό αντέχει, ακατοίκητο, ακοίμητο, ακίνητο στην επιμονή του χρόνου, της μνήμης, του Θανάτου. Της Ζωής.
Σ’ αυτήν καθισμένος, επίμονος, με κουρασμένα αεικίνητα δάχτυλα και κινήσεις αργές, σιγαλές για να μην ταράξει, να μην χαλάσει ο ύπνος, ο μεγάλος Ύπνος του κόσμου, μόνος, ο καντηλανάφτης, με κάτι τέτοιες ανεξιχνίαστες κινήσεις που κανείς μας δεν είδε ποτέ, παίρνει τα σπίρτα και τα φιτίλια και το λάδι και δεν αφήνει το καντήλι να σβήσει, δεν το αφήνει να σβήσει.
Στο κάτω-κάτω, αυτή είναι η δουλειά του.
Επίμονος, αδιαπραγμάτευτα χαρούμενος, αδιατάρακτα, βαθιά λυπημένος, μόνος στα μνήματα, στο καλύβι της μνήμης, κρυμμένος στα κυπαρίσσια, φυλαγμένος, προστατευμένος στα λουλούδια και στα μάρμαρα, δεν κάνει παρά να κρατά το αναθεματισμένο το καντήλι αναμμένο συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια.
Γιατί αν σβήσει αυτό, η νύχτα δεν θα ξημερώσει ποτέ. Γιατί αν σβήσει αυτό, ο ύπνος δεν θα τελειώσει, δεν θα λείψει η έρημος. Και εμείς δεν θα βρεθούμε, δεν θα συναντηθούμε πουθενά.
Ποτέ. Ποτέ ξανά.
Ο επίμονος καντηλανάφτης –κάποιος άλλος, κάποιος στ’ αλήθεια καλός, επαρκής, ασάλευτος. Κάποιος τέλεια μόνος. Υπάρχει εδώ, εκεί, αλλού, στη νύχτα, στη νάρκη αυτού του υπέρλαμπρου ηλιόλουστου χειμώνα που δεν λέει να τελειώσει, υπάρχει μόνος πάνω από τη μόνη φωτιά, ελάχιστη, χαρούμενη και λυπημένη στις σκιές, η σπίθα μιας Υποψίας, το Φως που τρεμίζει, το Φως που είναι πάντα ένα μόνο φωτάκι, ένα διακριτικό, ελάχιστο φωτάκι στη νύχτα. Το φωτάκι που σβήνει, το φυσάνε, το φυσάμε όλοι και σβήνει –μα δεν πειράζει, είναι το τίμημα, είναι το κόστος για να μένει το καλύβι ρημαγμένο και ανοιχτό, τρύπιο, τέτοιο που μπάζει αέρα από παντού αλλά που έτσι πρέπει, έτσι χρειάζεται να είναι. Να μπάζει, να μένει αφύλαχτο, θωρακισμένο από λουλούδια και φύλλα και τίποτα, τίποτα. Να μένει, να είναι στον χρόνο με ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, με εξαρθρωμένες πόρτες και τοίχους και τρύπια, διάτρητα τείχη. Να μπάζει –να μας μπάζει, να μας αφήνει να μπαίνουμε.
Για να βλεπόμαστε. Για να μιλάμε, να κουβεντιάζουμε. Για να βρισκόμαστε. Πάντα. Ξανά και ξανά.
Είναι το τίμημα να σβήνει η φωτιά, είναι το μικρό, το ελάχιστο, το ασήμαντο κόστος της ανοικτότητας, του μόνου μας τόπου.
Μα δεν πειράζει που σβήνει. Δεν πειράζει. Γιατί είναι ο επίμονος καντηλανάφτης και το αστείρευτο λάδι του αντλημένο απ’ το πηγάδι του Θανάτου. Χωρίς κανένα τέλος, χωρίς αρχή. Θα το κρατά αναμμένο συνέχεια. Η τέλεια νήψη σ’ αυτή τη μελωδική παννυχίδα του σύμπαντος, η τέλεια ανάνηψη της φωτιάς, το άναμμά της, της φλόγας, για να καίει, για να καίει ακόμα για μένα και για σένα. Για να βλέπουμε, για να κοιτάμε στη νύχτα, να μην χανόμαστε, να συναντιόμαστε, για να βρισκόμαστε.
Για να είμαστε.
Πλαταίνει ο Θάνατος και σκάβει και σκάβουμε μέσα του, ο καντηλανάφτης σκάβει μέσα του και αντλεί λάδι κι άλλο λάδι και το καντήλι δεν θα σβήσει ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν γίνεται. Θα είναι εκεί, θα είναι εκεί αυτός ο επίμονος μόνος, μόνο μόνος να το κρατά αναμμένο για μας, Φίλοι και Συγγενείς, για να μην ξεχνάμε πότε-πότε να θυμόμαστε να ζούμε.
Για λίγο, για τόσο δα. Για όσο είναι αναμμένο αυτό το αναθεματισμένο αγαπημένο φωτάκι στην έρημο.
Για πάντα.