Παθαίνοντας την άνοιξη στον πέμπτο όροφο, Φίλοι και Συγγενείς, ανακεφαλαιώνω τις κοινοτοπίες, τα αυτονόητα: η τέχνη που τέρπει, η τέχνη που αρέσει, η τέχνη που, ενίοτε, ξεκουράζει, παρηγορεί, ανακουφίζει, ηρεμεί –και πάει λέγοντας. Τα αυτονόητα είναι πάντα η βάση. Η προϋπόθεση. Τα αυτονόητα ολοκληρώνονται όταν ακυρωθούν συμπληρωμένα από κάτι άλλο –από κάτι ακόμα:
Η τέχνη που, όταν είναι ο εαυτός της, μας μαθαίνει να ζούμε. Που βιώνεται. Και μεταμορφώνει το καθ’ ημέρα. Ειδάλλως είναι κάτι άλλο, κάτι καθόλου κακό, ίσως κάτι πολύ ενδιαφέρον και ευπρόσδεκτο, ένα άκακο βίτσιο, ας πούμε, ένας ευχάριστος τρόπος να (νομίζεις ότι) σκοτώνεις τον χρόνο ή κάτι παρόμοιο αλλά, πάντως, όχι τέχνη, σίγουρα όχι τέχνη. Η τέχνη ως βίωμα και ως υποψία. Διαφεύγουσα που γνέφει προς-κλητικά και εγκλητικά. Η τέχνη-παράδειγμα ή υπόδειγμα ή δείγμα ή κατάδειξη ή –τελικά: η τέχνη-οδοδείκτης. Προς το ξέφωτο. Προς το διάμεσο-κενό, προς το αθεμελίωτο, προς το δυνητικό ελεύθερο χώρο της εκ νέου θεμελιωμένης ύπαρξής μας, της ανάδυσής μας στην παρουσία, στην υπόσταση. Στο Είναι.
Η αφήγηση –μια τέχνη. Και τα στάδια, οι αναβαθμοί, οι σταθμοί, η κλίμακα –όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά παρά κάτι άλλο, κάτι πολύ λιγότερο σπουδαίο, κάτι καθόλου σπουδαίο. Μια βόλτα στην πόλη. Μια βόλτα οπουδήποτε. Τα βήματα της αφήγησης. Η χαρτογράφηση, βιωμένη, βιωματική, ενθαδική και ουράνια. Τα βήματα: η εκ-στάση από την ατομικότητα –το πρωταρχικό, μια απομάγευση του εγώ. Η εκ-στατική αποδέσμευση από το φαύλο κύκλο του ατομικού και του συλλογικού, από την ανέραστη, έρημη χώρα του μηδενός. Του μη-είναι. Το δεύτερο βήμα: από την εκ-στάση στην αναφορά –από την εκ-στάση του ατόμου στην αναφορά του προσώπου.
Και την αναφορά στο Πρόσωπο. Ένα – δυο – τρία. Η εκ-στάση, η αναφορά: η αγαπητική σχέση. Η μεταμόρφωση των αντικειμένων σε Πράγματα. Η μεταμόρφωση των ατόμων – υποκειμένων - ομάδων – πολιτών – μαζών – λαών – εθνών σε Πρόσωπα. Η κατάφαση στο Είναι, η κοινωνία στο Είναι –εξόχως ερωτική, ανεπανάληπτη, τελείως ανόμοια, τελείως ίδια. Η υποψία μιας συνάντησης που αναβάλλεται από καταβολής κόσμου. Η ανθρώπινη κατάσταση: ένα είναι – προς – σχέση. Φανέρωμα, αποκάλυψη, φωτισμός. Η ζωή η ίδια –τίποτα σπουδαίο, το πιο σπουδαίο απ’ όλα. Παράδοξα ζεύγη –που υπερβαίνουν το παράδοξο: η χαρμολύπη του να ζεις. Του να είσαι. Του να είσαι στην προσωπική αγαπητική σχέση με τον Κόσμο, με το Πράγμα, με το Πρόσωπο.
Η αφηγηματική μας βόλτα στο Είναι. Η ερωτική, δημιουργική, δυναμική μας βόλτα στην προσωπική σχέση. Από τη φιλοσοφία της ατομικής εκ-στάσης, ο περιπατητής οδηγείται στη φιλοκαλία της προσωπικής αναφοράς.
Μια εκ-στατικά επιστρέφουσα αναφορά στη ζωή, στους άλλους, στον τελείως Άλλο και τον τελείως Ίδιο –στον Εγγύτατο. Το Είναι που είναι μόνο ως σχέση: η Αγάπη. Όχι μια ιδιότητα αλλά η ουσία του θείου. Όχι ο Θεός της Αγάπης αλλά –
Ο Θεός-Αγάπη.
Η υποψία και η βεβαιότητά της που προσκαλεί στη συνάντηση.
Το Μηδέν δεν είναι ο θάνατος –είναι η απουσία σχέσης. Το Μηδέν είναι η ψεύτικη πραγματικότητά μας. Το Μηδέν είναι το προσωρινό μας σπιτάκι. Και η εκ-στατική αναφορά θέλει να βγούμε και να περπατήσουμε. Έως το Είναι. Έως τον Άλλο. Που είναι πάντα η κόλασή μου. Ώσπου να τον συναντήσω και να γίνει ο παράδεισός μου.
Τίποτα σπουδαίο, Φίλοι και Συγγενείς. Αλήθεια, τίποτα σπουδαίο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου