Παράξενες μέρες, αποκαρδιωτικές. Πυρφόρες μέρες. Αργά και οδυνηρά: η καύση του ξύλινου τείχους. Η καύση του ξύλου –του ανδρείκελου. Η απόγνωση του ηθοποιού που δεν ανταποκρίνεται στο ρόλο του, που δεν μπορεί να πείσει, πια, τον εαυτό του –το μόνο του κοινό. Η απελπισία του θεατρίνου. Λυτρωτική όπως όλες οι πτώσεις. Απελευθερωτική.
Αλλά πρέπει να προηγηθεί η καύση, πρέπει να την επικαλεστείς και να την αφήσεις να συμβεί παντού μέσα σου, παντού γύρω σου. Καύση σαρωτική καθώς τα προσωπεία των άλλων δεν αρκούν, πια, δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν. Καύση που εξαρθρώνει και διαλύει καθώς τα προσωπεία των άλλων καθρεφτίζουν το δικό σου και το ανακυκλώνουν και το αναπαράγουν και όλοι για όλους γίνονται δεσμώτες, αλυσίδες και τείχη –αδιαπέραστα Τείχη.
Φτιαγμένα από τις υπερτροφικές μας μύτες των Πινόκιο που έχουν φτάσει στο διάστημα. Κυλιόμενα ψεύδη, ανακύκληση μύθων. Εις εαυτόν. Μεταξύ μας. Οι Πινόκιο ως συντηρητές του αν-αυθεντικά πραγματικού, του επιφανειακού, του αντικειμενικού, αυτού που δεν υπάρχει αλλά που συμβαίνει επειδή το νομίζουμε. Επειδή το επικαλούμαστε. Επειδή το επιθυμούμε.
Του άσχημου, του περιστασιακού, του αναλώσιμου. Του τυχαίου. Του γελοίου.
Πρέπει να καεί. Αλλά γι’ αυτό προϋποτίθεται η καύση. Η ευλογία της απόγνωσης. Η κατάφαση στο αρνητικό, στο άβολο, στο οδυνηρό. Πλην: το δαιμονοποιούμε. Το ενοχοποιούμε. Κυρίως: το σνομπάρουμε. Όλα επιτρέπονται αρκεί να μην δυσαρεστηθεί κανείς, να μην δυσφορήσει κανείς. Να είμαστε ευχαριστημένοι. Να είμαστε αυτάρκεις. Αρεστοί και, βέβαια, αυτάρεσκοι. Κλεισμένοι στα τείχη μας, στα ανδρείκελα του Εγώ, στα μικρά υποκειμενικά μας εργοστάσια του ψεύδους.
Οι άκαυτοι Πινόκιο, οι αλεξίπυροι. Οι αμετανόητοι Πινόκιο που έχουμε πετσοκόψει τον Τζεπέτο και περιφερόμαστε με τους τσιρκολάνους και τους σαλτιμπάγκους και βυθιζόμαστε αδιάφοροι, ξένοι μεταξύ μας, εχθροί μεταξύ μας. Εύθικτοι, ερωτευμένοι με τον εαυτό μας. Εξυπνάκηδες, αγκαλιασμένοι με τα φαιδρά μας διλήμματα και τις φαιδρές μας επιλογές. Μαριονέτες με σπασμένες κλωστές που βαυκαλιζόμαστε για τις πιρουέτες. Η δεξιοτεχνία της άγνοιας. Η έπαρση του ανυποψίαστου, του βαριεστημένου, του ανόρεχτου. Η αμίμητη υπεροψία του φυγόπονου.
Κανένα ρίσκο. Καμιά διάθεση για κανένα ρίσκο –η καύση αναστέλλεται. Το ξύλινο τείχος θα παραμείνει. Η συνθήκη της ασυνεννοησίας, της ακατανοησίας. Η συνθήκη του ανέραστου –τα ξύλα δεν ερωτεύονται. Τα ξύλα δεν συναντιούνται, δεν περπατούν, δεν ερμηνεύονται.
Τα ξύλα χτυπιούνται. Συγκρούονται. Τα ανδρείκελα επιλέγουμε τους ολόιδιους, τους όμοιους και βαρετούς αντίθετους πόλους των διλημμάτων μας και η τραγωδία συνεχίζεται. Υπερβολική –όπως όλες. Και κωμική –όπως όλες. Φαρσοειδής. Οι Πινόκιο διαλέγουν το στρατόπεδό τους και διασταυρώνουν τις μύτες τους –όλοι μας. Τα ψέματά μας, τις αστοχίες, τις παρεξηγήσεις μας.
Οι εκλεπτυσμένοι φιγουρατζήδες της κουλτούρας και οι εξυπνάκηδες υπερόπτες του λαϊκισμού. Οι μελαγχολικοί και οι χαζοχαρούμενοι. Οι γκρινιάρηδες και οι χαχανούληδες.
Κοντολογίς: οι μίζεροι.
Κοντολογίς: οι Πινόκιο.
Όλοι εμείς.
Καμιά συνάντηση, καμιά μιλιά και κανένα άκουσμα. Τυχαίες διασταυρώσεις, ανταλλαγή πληροφοριών, στείρες ανακοινώσεις –προσωπεία από ξύλο, πειστικά επειδή τα πιστεύουμε.
Παράξενες μέρες –πυρφόρες αλλά τις σβήνουμε. Τις διαγράφουμε, δεν τις αφήνουμε να έρθουν, να διευρυνθούν. Δεν τις αφήνουμε να κάψουν τα ανδρείκελα. Δεν αφήνουμε τη σάρκωση να βρει χώρο εντός μας για να σταθεί. Άσαρκες, φρικτές κούκλες που κουτουλούν αυτιστικά χωρίς καν να αισθάνονται το χτύπημα. Εύκολα όλα, ανώδυνα. Μελαγχολώντας ή χασκογελώντας συνεχίζεται η ίδια, απαράλλακτη και απίστευτα βαρετή κωμωδία. Χωρίς την ζωή. Χωρίς κανένα σώμα και κανένα πνεύμα. Χωρίς την φτώχεια και τη ζητιανιά και τον μεγάλο πλούτο –τον Έρωτα.
Χωρίς πρόσωπο.
Οι Πινόκιο που υπηρετούν τη διαλεκτική. Είτε / είτε: το ίδιο πράγμα. Η μιζέρια, κραταιά και πολύμορφη, είτε μελαγχολική είτε διασκεδαστική, είτε γκρινιάρα είτε χαζοχαρούμενη και με όλα ευχαριστημένη, είτε προβληματισμένη και μπερδεμένη είτε αφελής και ηλίθια. Οι Πινόκιο: υπερτροφικοί έφηβοι-πειράματα που δεν έχουμε ακόμα βιώσει καν την έλλειψη της σάρκας, την απουσία του προσώπου, την απώλεια του πνεύματος.
Τη ματαίωση του Έρωτα. Την άρνηση της Αγάπης.
Χρειάζεται η καύση. Χρειάζεται η απόγνωση, η ευλογία, το προνόμιο, η αναγκαία πολυτέλεια της απόγνωσης. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να απογοητευόμαστε αλλά είναι καιρός να απελπιστούμε για τα καλά.
Μήπως και θυμηθούμε πώς είναι να ελπίζεις.
Χρειάζεται η μεταμόρφωση, ο αφηγηματικός περίπατος, οι σκιές, η υποψία, η πραγματική ζωή που σε τραβάει απ’ το μανίκι ακόμα κι όταν όλοι οι καινούριοι ψηφιακοί σου θεοί επιμένουν ότι αυτή η ζωή δεν υπάρχει –κι όμως, υπάρχει. Γιατί υπάρχει ο Θάνατος που επιστρέφει από το μέλλον και καταστρέφει τα ψηφία σου και υπενθυμίζει ότι, παρ’ όλα αυτά και εξαιτίας τους, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλοϊκή, δεν είναι τόσο χοντροκομμένη, δεν είναι τόσο εύκολο να ξεμπερδεύεις μαζί της. Υπάρχει ο Θάνατος και ο ψηφιακός σου παράδεισος δεν τον έχει καταργήσει, δεν τον έχει εξορίσει και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να αφήνεις τους εγκαινιασμένους σου θεούς να υποκαθιστούν την Ζωή. Που υπάρχει κι ας μην την βλέπεις στην οθόνη σου, ας μην την ακούς στα καλώδια και τα εξαρτήματά σου, ας μην την αισθάνεσαι στα ξύλινα μέλη σου, στα ξύλινα ψεύδη σου.
Υπάρχει εκεί, εδώ, αλλού. Υπάρχει παντού και είναι καιρός να απελπιστούμε για να το θυμηθούμε. Για να θυμηθούμε τον Έρωτα. Την Αγάπη. Για να ζητήσουμε λίγη αυθεντική ζωή. Είναι καιρός να βιωθεί η απόγνωση του μηδενός για να γνωρίσουμε το Είναι. Για να φτάσουμε το Είναι, για να το γίνουμε, για να το είμαστε.
Γιατί υπάρχει ακόμα κι όταν ο Πινόκιο ακονίζει τη μύτη του να την διασταυρώσει με μιαν άλλη εξίσου ακονισμένη άσχημη μύτη.
Η σάρκωση του Πινόκιο ως ένας μικρός απογευματινός περίπατος. Ως αφήγηση. Εκ-στάση, αναφορά, σχέση.
Η απόγνωση και η κατάφασή της: μόνο έτσι υπερβαίνεται η απόγνωση, μόνο έτσι την ξεπερνά κανείς στ’ αλήθεια. Την αγκαλιάζει και την εξωθεί ως το τέλος, ως εκείνο το σημείο όπου δεν μπορεί παρά να μεταμορφωθεί και να γίνει ελπίδα και πίστη.
Και μοναδική, ανεπανάληπτη, προσωπική Αγάπη.
Μόνο έτσι σαρκώνεται ο Πινόκιο και γίνεται λίγο αληθινός. Λίγο άνθρωπος. Με πρόσωπο που του επιτρέπει να ερωτευτεί. Και να υπάρξει αυθεντικά.
Κάπως έτσι, Φίλοι και Συγγενείς, θα ήθελα αυτό το καλοκαίρι να μας κάψει -εμάς, όχι τα δάση- και να μας μεταμορφώσει. Αναρωτιέμαι πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο. Βέβαια, είναι μια ακόμα δυνατότητα που χρειάζεται να την επικαλεστούμε και να παραμερίσουμε για να την αφήσουμε να ανοίξει και να πραγματωθεί. Και να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε τον περίπατο -στην πόλη, στην παραλία, στο βυθό ή στα σύννεφα. Οπουδήποτε. Λοιπόν, αυτά. Συγχωρέστε μου την φλυαρία. Και την όποια δραματικότητα. Η τελευταία ακυρώνει -ελπίζω- τον εαυτό της μέσα στην έκταση της και στην ένταση. Ό,τι μένει είναι η αρχή του παντός, η χαρμολύπη.
Μετά την απόγνωση. Μετά την φυσική, την ξυλουργική και την υποκριτική. Κυρίως: μετά την διαλεκτική.
Στο εδώ και στο τώρα, στο πάντα της πραγματικής ζωής.
Στην ενότητα της πραγματικής ζωής.
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου