Λοιπόν, Φίλοι και Συγγενείς –λοιπόν, καλησπέρα. Ακολουθεί μια παραλλαγή στις πολλές ποιητικές παραλλαγές του ίδιου θέματος από έναν μεγάλο Αμερικάνο ποιητή. Μια παραλλαγή φερμένη στα δικά μου μέτρα. Λοιπόν, ναι, κάτι τέτοιο. Αποσπασματικό, βεβαίως. Ελλιπές, βεβαίως. Που πάει κάπως έτσι:
Ο Ξενόπουλος να ανάβει τσιγάρο με σπίρτο από το χέρι του πατέρα του κι ένα μπαστούνι γερμένο στο γραφείο –ποιανού; Ενδεχομένως του Βλάχου, αδημονία κριτικής και αγωνία συγγραφικής επικύρωσης, διαγωνισμοί, παιδική αφέλεια, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Ο Καζαντζάκης: εισαγωγές-εξαγωγές ιδεών, ξαπλωμένος στην Αίγινα μασώντας βότσαλα, αδυνατώντας να υπερβεί το δίλημμα του εαυτού του –η εφηβεία του κόσμου μας.
Ο Καρυωτάκης βρεγμένος, γερμένος στον κορμό και μέσα από ρεβόλβερ η υπογραφή του πιο ωραίου και φρικτού ποιήματός του –να μην τον ξεχνάμε γιατί οι ευκάλυπτοι δεν έχουν σταματήσει από τότε να θροΐζουν στις αλέες, γιατί αυτό που ήθελε –
ήταν τόσο τέλειο που μόνο ο θάνατος μπορούσε να του το δώσει (Τσαρούχης)
Ο Σεφέρης να λύνει τη διπλωματική γραβάτα γεμίζοντας μάταια πουκάμισα με το πιο ακριβό του τραγούδι, ναυάγια και χαραγμένα καταστρώματα, ανεπίδοτα σε έναν ημερολογιακό καταποντισμό –τον υποψιαστήκαμε; Ίσως, ίσως.
Ο Κούντερα εξόριστος από κακό αστείο, εξορισμένος και μετανάστης στη γλώσσα, μια ερωτική πολιτεία δοκιμίων και δοκιμών σε ανεξιχνίαστα σώματα που η ζωή τους δεν ήταν πουθενά.
Ο Μπουκόβσκι να ουρλιάζει στο μπαλκόνι, ακροδάχτυλα που τρεκλίζουν στη γραφομηχανή –κάθε φορά που λυγίζουν τα καπάκια της μπίρας η δυτική ακτή φτύνει αστέρια στο διάστημα. Hangover. Αλλά hang on. Το άλογο θα τερματίσει.
Ο Τσάντλερ να κρατά αγκαλιά τα γόνατά του, στα πλακάκια του μπάνιου ένα ρεβόλβερ και τρύπες από σφαίρες στους τοίχους, εδουρδιανός αποτυχημένος αυτόχειρας, εδουρδιανός ντετέκτιβ –οι ατάκες σιγανό νανούρισμα στην απουσία της νεκρής.
Ο Τζόις να βάζει στοιχήματα –μαντέψτε το όνομα, κανείς δεν μπορεί- και η αγρύπνια θα κρατήσει για πάντα μέσα σε όλες τις γλώσσες και μέσα στη μη-γλώσσα, στη σιωπηλότητα της κατάφασης. Γυναικείο χάδι, η απτική μετάφραση της πιο νόστιμης μέρας. Ξημερώνει.
Ο Μπέκετ κουλουριασμένος στο πιθάρι, ακατονόμαστος και πολυώνυμος, ένας Οδυσσέας με αναποδογυρισμένα εντόσθια, γραφή της γραφής και μόνο συνέχεια –ευτυχώς που την γλίτωσε από εκείνο το μαχαίρι.
Ο Ντοστογιέφσκι να αναγεννιέται βαφτισμένος συγγραφέας στον θάνατο, από τον Θάνατο στη Ζωή, η ρουλέτα ήταν μόνο ρώσικη, μαύρο ή κόκκινο, είτε / είτε αλλά ούτε / ούτε, τα ρέστα κερδισμένα, υπαγορευμένα στην πανσέληνο.
Ο Μπαλζάκ με το τρίχινο ράσο και το καραβόσκοινο να παχαίνει στους τόμους του, μια γαμήλια υπόσχεση, μια τελετή και μετά να πεθαίνει για να γίνει άγαλμα –θα φτάσω σκοτωμένος. Έφτασε. Η κωμωδία μας.
Ο Λεσάζ και καμιά δεκαριά ακόμα υπέροχοι πανάρχαιοι πίκαροι –περπατώ σημαίνει λέω ιστορίες. Ο περίπατος είναι αφήγηση.
Ο Σαρτρ με τις άκρες των δαχτύλων μαυρισμένες από μελάνι και τρύπιες, στάζουν κοκαΐνη και μέχρι να το καλοσκεφτείς είναι όλος θαμμένος κάτω από έναν βλαμμένο κάστορα.
Ο Μαρκήσιος ασελγώντας στο κρανίο του, το μαστίγιο ματώνει τον δερμάτινο χιτώνα του ψέματος. Άλλη μια προσπάθεια, άνθρωποι, για να γίνετε ερωτικοί.
Ο Βαν Γκογκ τρωγλοδύτης με τους ανθρακωρύχους, μίμηση Χριστού και αργή βύθιση σε ένα μεθυσμένο ηλιοτρόπιο –περιμένω το αυτί σου για να ακούσω στ’ αλήθεια. Για ν’ ακούσω την αλήθεια.
Ο Σαίξπηρ, ένας μόνο και, μάλιστα, άντρας –φαντάσου- να χαϊδεύει το Κρανίο του σύμπαντος χωρίς την παραμικρή αμφιβολία για τη μελαγχολία της εξόριστης βασιλείας του.
Ο Μπαχ να γκαστρώνει δυο γυναίκες κι ένα κλειδοκύμβαλο, η μανία του Λούθηρου δικαιώνεται στο κονσέρτο.
Ο Μότσαρτ μεθυσμένος και μικρός, σαχλά αστεία, τρόμος και παραλήρημα, θεία αφέλεια και γιορτή –η ιδιοσυστασία της ευφρόσυνης μελωδίας του. Ρέκβιεμ.
Ο Μαν αμήχανος κοιτώντας την πατρίδα του από κάπου πολύ μακριά, η γη τον φτάνει χοροπηδώντας χαρούμενα –μαγγανεία του έπους.
Ο Μπελ να τοποθετεί δυναμίτες και στις εννιά και μισή η ανατίναξη σημαίνει λύτρωση, πατροκτονία και συμφιλίωση. Μπιλιάρδο ξανά και ξανά. Όλες οι μπάλες ήταν μαύρες.
Ο Γκρας να κονταίνει για να παίζει το ταμπούρλο και το κρεμμύδι χορεύει στριπτίζ –φαρισαϊκά δάκρυα σε όλη τη Δύση, κάποιοι του είπαν να επιστρέψει το βραβείο. Και λοιπόν;
Ο Νίτσε καθισμένος στην ακτή κλείνει τα μάτια και υποψιάζεται τον Ζαρατούστρα του. Όταν ανοίγει τα μάτια είναι ήδη τρελός. Και ποιητής.
Ο Κίργκεγκωρ να περιφέρεται κατασκοπικά στην πολιτεία, να κοιτάζει εκείνη και να την αποχαιρετά μυστικά –η Ρεγγίνα γεννά τη φιλοσοφία, η Ρεγγίνα είναι η φιλοσοφία. Αρραβώνας με την αγωνία. Και χορός έως τέλους. Με την αγωνία.
Ο Ζιράρ ως αστραπή να κοιτάζει τον διάολο και να τον ξεμπροστιάζει στους οπαδούς της διαπόμπευσης. Η πτώση των τράγων. Το άλμα του αρνιού. Το χαμένο στοίχημα που κερδίζεται κάθε μέρα.
Ο Σοπενάουερ ενοχλημένος από τον εξεγερμένο όχλο να δανείζει τα κιάλια στον λοχαγό του πυροβολικού –σκοτώστε τους όλους. Ο φιλόσοφος του οίκτου. Κληρονομιά στα σκυλιά. Και το πιο λυπημένο γέλιο της Ευρώπης.
Ο Κέρτες μεταφράζοντας τον εαυτό του εξαερωμένο στην κόλαση να ψάλλει το καντίς για μιαν ανεπίτευκτη επιστροφή στους ζωντανούς –οι Εβραίοι είναι η ερμηνεία των ανθρώπων. Μέγα σκάνδαλο.
Ο Χάιντεγκερ στην καλύβα που πλαταίνει και γίνεται ξέφωτο, με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη καρφώνει οδοδείκτες από το μηδέν ως το Είναι –μυστικός βασιλιάς. Μυστικός –σκέτο. Σε μαθαίνει να ζεις. Σε μαθαίνει να είσαι αυθεντικός. Διαβάζοντας Χαίλντερλιν: Pallaksh!
Ο Τσέλαν να βαδίζει στο Σηκουάνα ανάποδα, η Σουλαμίτις τον τυλίγει στα μαλλιά της και αυτός ο τάφος σκάβεται ακόμα στα σύννεφα. Φούγκα και περιπλανώμενη μνήμη. Στον τάφο του Ανθρώπου ένα ρόδο του κανενός.
Ο Κάφκα δεμένος σε μιαν φρικτή μηχανή σωφρονισμού, λιωμένη κατσαρίδα στη γωνιά του πλανήτη, ψιθυρισμοί στον Θεό –τι άλλο είμαι εγώ παρά λογοτεχνία;
Ο Παπαδιαμάντης με λεκιασμένο πουκάμισο αγκαλιά με το γυναικείο νησί του, μια μελέτη θανάτου που ακόμα δεν γράφτηκε, ύμνοι του Δαβίδ, αναγνώστης σε εκκλησία της Πλάκας. Ιερουργεί ένας Άγιος. Ο παπά-Πλανάς.
Ο Πεντζίκης να γραπώνει τη μύτη της κυρίας Έρσης, η σκόρπια ζωή συγκεφαλαιώνεται στην ερημιά του φωτός, όλη όλο νόημα, όλη όλο ήθος –αμαρτία η απουσία από το παρόν.
Όλοι αυτοί –και τόσοι ακόμα– οι μάρτυρές μας, Φίλοι και Συγγενείς. Οι μαρτυρίες μας. Ζωντανές, σάρκινες μαρτυρίες. Σαρκωμένοι λόγοι. Τι ζητούν; Αυτοί οι υπέροχοι, νηφάλια μεθυσμένοι καρνάβαλοι, τι ζητούν;
Μια παρτίδα ακόμα. Μια παρτίδα ακόμα, παιδιά.
Εντάξει, εντάξει.
Έτσι κι αλλιώς, αυτό τον καιρό δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Αλλά δώστε ένα χεράκι. Το χρειαζόμαστε.
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
Λέξεις δυναμίτες... Η ανατομία των ψυχών των μεγάλων δημιουργών. Η ανατομία της αλήθειας πάνω στο χειρουργικό τραπέζι της τέχνης. Πόσες πληγές μέτρησες πάνω σ' αυτά τα τέρατα της ιστορίας; Πόσα τραύματά τους γύρεψαν τη λογοτεχνία για παυσίπονο; Και πόσοι απ' αυτούς εθίστηκαν παντοτινά στο όπιο της λέξης;
Ξέρεις, Πασχαλία, όλοι αυτοί οι τύποι -λοιπόν, τους σκέφτομαι περίπου όπως τον ήχο της αστραπής. Όταν έχουμε το βλέμμα στραμμένο κάπου αλλού και δεν προσέχουμε και δεν βλέπουμε την αστραπή, υπάρχουν αυτοί, η βροντή της -ή οι γιοι της βροντής;- για να ξέρουμε, για να μας θυμίζουν ότι η αστραπή όντως υπήρξε, όντως υπάρχει.
Για μένα, η αφήγηση, πιο πολύ από ανακούφιση ή παρηγοριά ή θεραπεία ή οτιδήποτε άλλο, είναι ο ήχος της αστραπής. Ο ήχος της λάμψης.
Που είναι η πραγματική ζωή. Που μας την υπενθυμίζει διαρκώς η αφήγηση.
Σ' ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και καλή συνέχεια!
Εξαιρετικό το κείμενό σου και χαίρομαι πολύ που σε ανακάλυψα.
Κι είναι μάλλον όπως τα λες: Αυτοί οι υπέροχοι, νηφάλια μεθυσμένοι καρνάβαλοι μας θυμίζουν πως η αστραπή όντως υπήρξε, πως υπάρχει. Κι η ελπίδα το ίδιο, για εκείνες τις λάμψεις που φωτίζουν, στιγμιαία και φευγαλέα έστω, τις οργισμένες στιγμές των χειμώνων μας.
Σ' ευχαριστώ πολύ Νάσια!
Και μην φοβάσαι για τους χειμώνες. Όταν μεγαλώσουν, γίνονται άνοιξη. Πάνω-κάτω, όπως όλοι εμείς.
Να είσαι καλά!
σαρκωμένοι λόγοι!κι η επιτομή ενός εθισμού, που παραμένει το ίδιο επικίνδυνος όπως κάθε εθισμός! ανάγκη να αγγίξει κανείς τη σιωπή μέσα στον ήχο μιας αστραπής!Με την ελπίδα η αστραπή να ρίξει λίγο φως στα πιο πυκνά σκοτάδια!
κι ο λόγος παυσίλιπος εραστής, καβαλιέρος στο βαλς της ζωής!
Ευχαριστώ πάρα πολύ για το ωραίο σχόλιο, Τέσυ!
Αλλά, πίστεψέ με, κανένας εθισμός. Είναι η ελευθερία της απόγνωσης και της πιο μεγάλης ελπίδας. Η απόλυτη ελευθερία.
Στη γραφή δεν εθίζεσαι.
Την γίνεσαι. Και, σιγά-σιγά, σε γίνεται αυτή. Και σε σώζει. Και τίποτα άλλο.
Συμφωνώ απόλυτα! γι αυτήν την ελευθερία της πιο μεγάλης ελπίδας μιλώ κι εγώ. Επειδή ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το γράψιμο ως ένα είδος εσωτερικού ρυθμού της ζωής που εξελίσσεται παράλληλα και αλληλένδετα με την πραγματική, σ' έναν άλλο, ιδιαίτερο, απόκρυφο κόσμο, τα όρια του οποίου διαρκώς μετατοπίζονται ή καλύτερα διευρύνονται κάθε φορά που ένας στόχος επιτυγχάνεται.
Η ελευθερία που αυτός ο ρυθμός υπαγορεύει ενυπάρχει ακριβώς σ' αυτόν τον κόσμο, τον μυστικά υπαρκτό και αδιόρατα θεατό σε όλους όσοι αμύητοι αγνοούν, ανυποψίαστοι για την ύπαρξή του, κοινό χαρακτηριστικό κάθε μορφής τέχνης. Μετουσιώνεται σε μουσική ήχων και εικόνων, μια ομορφιά που τη γεύεται προσωπικά ο καθένας μας.
Εννοείται ότι δεν μπορώ -ευτυχώς- να διαφωνήσω μ' αυτό, Τέσυ!
Σ' ευχαριστώ και πάλι και καλή σου συνέχεια.
Λέξεις που μπορούν σχεδόν με τη βία να σε μεταφέρουν σ'ενα δωμάτιο γεμάτο λογοτέχνες! Και είναι τόσο ελπιδοφόρο να μπορούν οι λέξεις να το κάνουν ακόμα αυτό. Πάλι σ'ευχαριστώ Κυριάκο Μαργαρίτη.
Εγώ σ' ευχαριστώ για την επίσκεψη!
Και μου φαίνεται ότι ευχαριστούμε από κοινού αυτούς τους υπέροχους τύπους που είναι η πιο καλή μας δικαιολογία για να είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου